Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/20

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 18 =

Ὡς ἡ γυναίκαις, ’ποῦ μὲ μιᾶς ὁρμοῦν στὸ περιγιάλι,
Ἀδράζουν σταῖς ἀγκάλαις τους μίαν ἀκριβὴν ἀγκάλη.
Ἐκεῖ φιλιῶνται καὶ φιλοῦν· ἐκεῖ πολληώρα μνήσκουν,
Κ’ ἐνῷ τὰ μαῦρα πλάσματα φωνὴ κἀμμία δὲ βρίσκουν,
’Μιλοῦν τὰ χνάρια, ὁπ’ ἄφηκε στὴν ὄψη τους ἡ λύπη,
Τ’ ἄφθονα κλάϊματα μιλοῦν καὶ τῆς καρδιᾶς οἱ χτύποι.
Πῶς ἀπὸ τέτοιο ἀγκάλιασμα πῶς ἔχουν λείψῃ τόσοι;
Ἄχ! ᾑ καϋμέναις! καὶ προτοῦ κἀνεὶς τὸ φανερώσῃ,
Γιατὶ δὲν ἦρθαν, τὸ νογοῦν· ποῦ ’πήανε, τ’ ἀπεικάζουν,
Καὶ χάμου—ἰδές!—τὰ πίστομα βροντοῦνε καὶ τοὺς κράζουν.
Φιλῆστε, ναί, χίλιαις φοραῖς φιλήσετε τὸ χῶμα,
’Ποῦ ὁλοῦθε ἀπὸ τὸ αἷμα τους εἶναι βαμμένο ἀκόμα!
Μὴ σᾶς πικράνῃ ὁλότελα πῶς κάθε παλληκάρι
Δὲν ἔχει χώρια ἕνα σταυρὸ κ’ ἕνα στενὸ λιθάρι!
Γιὰ τέτοια ἐλεύθερα κορμιά, ’ποῦ ἐσώριασε τὸ βόλι,
Εἶν’ ἄξιο μνῆμα μεταβιᾶς ἡ γῆ τῆς Κρήτης ὅλη,
Κι’ ὅσο αὐτοῦ μέσα δὲ θ’ ἀκοῦν παρ’ ἅλυσαις καὶ θρήνους,
Ἅχ! τῆς πατρίδας ὁ σταυρὸς θά ’ναι σταυρὸς γιὰ ἐκείνους!
Φωναὶς, ἀντάραις, κλάϊματα, θερμῆς ἀγάπης λόγια,
Μὲς τὴν πλημμύρα τοῦ καϋμοῦ πνιμένα μοιρολόγια,
Ἄμετρα χέρια, ’ποῦ χτυποῦν μίαν ἀπαλάμη ’ς ἄλλη,
Μύριους ξυπνοῦν ἀντίλαλους τριγύρου στ’ ἀκρογιάλι.
Πότε τὸ χῶμα ᾑ δύστυχαις, πότε ψηλὰ κυττάζουν,
Μὲ τὴ θλιμμένη τους ψυχὴ δύο κόσμους ἀγκαλιάζουν,
Καὶ φαίνεταί σου ’ποῦ θὰ ἰδῇς γοργὰ νὰ τοὺς ἑνώσουν
Μ’ ὅσα φιλιὰ δὲν παύουνε τῆς γῆς νὰ ξαναδώσουν.
Ὡς εἶχε ἡ λάβρα τῆς καρδιᾶς ὀλίγο ξεθυμάνει,
Μαζῆ μ’ αὐτοὺς ποῦ ξέφυγαν τ’ ἀνήλεο γιαταγάνι,
Σκορποῦν ἐδῶ, σκορποῦν ἐκεῖ, σκορποῦνε ἀπάνου, κάτου,
Μὲ χλωμιασμένο πρόσωπο καὶ μὲ σιωπὴ θανάτου·