Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/74

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
68

Μόλις ἀπῆλθεν, ἡ ὄχθη πᾶσα
ἔχυσε ῥεύματα φωτεινά.
Παρὰ τὸ σύνηθες παραστᾶσα
νεκρῷ ἀτάφῳ ἡ Ἀθηνᾶ,
πεφυλαγμένως ὀλίγον κύπτει,
μὲ τὴν ἀσπίδα της τὸν καλύπτει,
τρόμον τοῖς πέριξ ἐχθροῖς ἐμβάλλει,
ὡς πῦρ ἀπέρχετʾ ἀστραπηδόν.
Κʾ ἦλθε μακρόθεν θρήνους νὰ ψάλῃ
τοῦ Ἑλικῶνος ἡ ἀηδών.