Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/49

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
43

Μόλις ὁ Μέδων εἶχε προφθάσει,
ὑπὸ σελήνης μαρμαῖρον φῶς,
τὸ λάμπον βλέμμα της νʾ ἀπεικάσῃ
ἔμεινεν ἄλαλος καὶ κωφός.
Ψυχρῷ ἱδρῶτι περιεχῦθη
κʾ ὡς ἀπερχόμενος ἐκινήθη.
Ὅπως, ἂν ἵππου τὸν δρόμον φράττῃ
ἄρκτος δεικνῦσα ῥύγχος εὐθύ,
ὀρθοῦτʾ ἐκεῖνος, ῥιγοῖ, φρυάττει,
καὶ δὲν ἠξεύρει πῶς νὰ σωθῇ.

Πλὴν μετʾ ὀλίγον, ἐνδυναμώσας
τὸ κυμαινόμενον λογικόν,
περιτειχίζει φρένας ἐρώσας
διὰ βλεμμάτων πολεμικῶν
καί, «Τανυσίπεπλε Θελξιχόρη,
εἰς ἄνδρας, εἶπε, τί θέλʾ ἡ κόρη;
Βλέπω δὲν ἔμαθες τὸ καθῆκον
τῆς ἐρωμένης τῆς θυγατρός.
Ὡς ἄλλαι κόραι, καὶ σὺ κατʾ οἶκον
πρὸς τί δὲν μένεις μετὰ μητρός;»