σεις περιπετειῶν διαβατῶν ἀπογυμνωθέντων ὑπὸ τῶν βαλαντιοτόμων διεδέχοντο ἡ μία τὴν ἄλλην. Ὅτε ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ἀποχωρήσεως περὶ τὸ μεσονύκτιον, ὁ ποιητὴς, ὅστις δὲν διακρίνεται ἐπὶ προσωπικῇ γενναιότητι, προσεκολλήθη εἰς ἕνα τῶν ἑταίρων καὶ συνεβάδισε μετ’ αὐτοῦ μέχρι τῆς πόλεως. Ἀλλ’ ὅτε ἔφθασαν εἰς εἰς τὴν ὁδὸν Πανεπιστημίου, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ χωρισθῶσι, παρεκάλεσε τὸν συνοδοιπόρον του νὰ τὸν συνωδεύσῃ καὶ περαιτέρω.
— Βαστῶ χρήματα ἐπάνω μου, τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς, καὶ φοβοῦμαι νὰ ὑπάγω μόνος τέτοιαν ὥραν.
Ὁ φίλος— ὅστις ἦτο ὁ καλὸς κἀγαθὸς Πέτρος Πυρρῆς, παλαιὸς ἐκδότης καὶ τυπογράφος ἀναμιγνυόμενος δὲ καὶ εἰς τοὺς κύκλους τῶν λογίων καὶ τῶν δημοσιογράφων τῆς ἐποχῆς— συγκατετέθη προθύμως νὰ τὸν συνωδεύσῃ μέχρι τῆς ἀποκέντρου ὁδοῦ τῆς Νεαπόλεως, ἔνθα τότε ὁ ποιητὴς κατῴκει.
— Κ’ ἔχεις πολλά χρήματα ἐπάνω σου; τὸν ἠρώτησε μετὰ περιεργείας, ὅτε ἐπλησίασεν εἰς τὴν κατοικίαν του.
— Ἔχω ἕνα εἰκοσιπεντάρικον, ἀπήντησεν ὁ ποιητὴς μὲ ὕφος σοβαρότητος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν εἰς τὰ θυλάκιά του τὸ ταμεῖον ἀμερικανοῦ τινος Κροίσου.
Ἕνα εἰκοσιπεντάρικον διὰ τοὺς εὐδαίμονας ἐκείνους χρόνους ἀντεπροσώπευε πράγματι θησαυρὸν διὰ τοὺς ἔχοντας ὡς ἐπάγγελμα τῶν Μουσῶν καὶ τῶν γραμμάτων. Ἀλλ’ ὁ συνοδοιπόρος του κατηγανάκτησε.
— Καὶ γιὰ ἕνα εἰκοσιπεντάρικο, βρὲ ἀθεόφοβε, μ’ ἔκαμες νὰ κάμω τόσον δρόμον γιὰ νὰ σὲ φυλάξω! ἀνεφώνησε.
Καὶ τὸν ἀφῆκεν ἀμέσως ἀδημονῶν.
Ἦσαν δὲ οἱ λωποδύται τῶν χρόνων ἐκείνων εὐφυέστατοι πολλάκις καὶ ἐπινοητικώτατοι. Διηγοῦντο τότε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸ ἐξῆς ἔξυπνον τέχνασμα ἑνὸς ἐξ αὐτῶν. Κατέρχεται δρομαῖος τὴν ἐρήμην ὁδὸν, προσποιούμενος ὅτι ἀναζητεῖ κἄποιον ἐν ταραχῇ καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν ἀνερχόμενον διαβάτην.
— Μήπως εἴδετε κανένα ἀστυφύλακα νὰ ἔρχεται ἀπὸ κάτω; τὸν ἐρωτᾷ.
— Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ ἀνύποπτος διαβάτης.
— Οὔτ’ ἐγὼ εἶδα κανένα νὰ ἔρχεται ἀπ’ ἐπάνω. Ἔλα γρήγορα, τὸ πορτοφόλι σου καὶ τὸ ρολόγι σου!
Ἀλλὰ καὶ τὰ βήματα τοῦ φρουροῦ τῆς τάξεως ἀπομακρύνονται καὶ χάνονται εἰς τὴν ἐρημίαν. Οἱ διαβάται εἶνε σπάνιοι πλέον οἱ κρότοι εἰς τὴν ὁδὸν καθίστανται ὁλονὲν ἀραιότεροι, ἕως ὅταν ἐκλείπουν ὁλοτελῶς. Ἀπόλυτος σιγὴ βασιλεύει καὶ ἡ ἀϋπνία ἐξακολουθεῖ τὸ νευρικὸν σύστημα ἐξηγεγερμένον ἐκ τῆς ἐντάσεως δὲν ἐνδίδει εἰς τὴν κόπωσιν. Ἡ σκέψις μὴ ἀπασχολουμένη πλέον ἐκ τῶν ἐντυπώσεων τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου συγγεντροῦται ἐντὸς τοῦ ὑποκειμενικοῦ κύκλου καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὰς ἀβύσσους τῆς μνήμης ἀναπηδῶσιν ἀπηχήσεις αἰσθημάτων λησμονημένων, ἀναμνήσεις μακρυναὶ καὶ διέρχονται πρὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς διανοίας μορφαὶ καὶ εἰκόνες ἐν παρελάσει, ὅπως τὰ φαντάσματα τοῦ κατόπτρου τοῦ Μάκβεθ.
Πολλοὶ κατὰ τὴν περίστασιν ταύτην ἀνατρέχουσιν εἰς τὴν παραμυθητικὴν διὰ τῆς ἀναγνώσεως ἀπασχόλησιν. Καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχει ὑπνωτικὴν ἰδιότητα τὸ βιβλίον ἔχει πάντοτε τὸ προνόμιον νὰ πραΰνῃ καὶ ν’ ἀνακουφίζῃ, ἀποδιῶκον τὴν ἀνίαν. Ἀλλ’ ἡ εὕρεσις καταλλήλου βιβλίου ἐν τοιαύτῃ ὥρα καὶ ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις δὲν εἶνε πάντοτε εὔκολος. Ἐκτάκτως δὲ τυχηρὸς ὑπῆρξεν ἐν ἀναλόγῳ θέσει εὑρεθεὶς ὁ πρό τινων ἐτῶν ἀποβιώσας γηραιὸς πρωθυπουργὸς τῆς Ἰταλίας Αὐγουστῖνος Δεπρέτις. Μεταβάς ποτε εἰς τὴν Στραδέλλαν, τὴν πολίχνην ἐν ᾗ ἐξελέγετο βουλευτὴς καὶ καταλύσας συμφώνως πρὸς τὰς ἁπλοϊκὰς καὶ ἀπερίττους ἕξεις του εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, κατεκλίθη ἐνωρὶς, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ κοιμηθῇ ἕνεκα τοῦ θορύβου ὃν ἐπροξένει ὁ ἔνοικος τοῦ παρακειμένου δωματείου, ὅστις ἐν εὐθύμῳ ὁποσοῦν καταστάσει διατελῶν, ὡς φαίνεται, ἐφλυάρει καὶ ἐφώναζε περιφρονῶν τὰς παρατηρήσεις τοῦ ξενοδόχου. Τὴν πρωΐαν νήφων ἤδη ὁ ταραξίας καὶ μαθὼν τίνα εἶχε γείτονα, ἔσπευσε νὰ παρουσιασθῇ πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσῃ συγγνώμην, τοσούτω μᾶλλον ὅσῳ ξένος καὶ αὐτὸς εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ ὅπως καθυποβάλῃ αἴτησίν του τινα πρὸς τὸν πρωθυπουργόν.
— Δὲν πειράζει, εἶπεν ἀνεξικάκως ὁ πρεσβύ-