γῶν καὶ ἦτο εἰς θέσιν ἐρωτώμενος νὰ σᾶς ἀπαντήσῃ ἀμέσως κατὰ ποῖον ἔτος ἐγράφη ἡ «Ἰφιγένεια» τοῦ Γλούκ ἢ ὁ «Ὀθέλλος» τοῦ Ροσσίνη καὶ ποῦ παρεστάθη τὸ πρῶτον καὶ τίνα ἔκβασιν ἔσχε. Χρηματίσας δὲ πολλάκις ἔνορκος εἰς τὸ Κακουργιοδικεῖον Ἀθηνῶν, ἔλαβεν ἀφορμὴν ν’ ἀναγνώσῃ τὸν Ποινικὸν Νόμον καὶ ν’ ἀποστηθίσῃ ὅλα αὐτοῦ τὰ ἄρθρα, ἀπαγγέλλων ἐν πάσῃ στιγμῇ ἀπροσκόπτως τὸ κείμενον ἑκάστου. Ἰδίως ἦτο δεινότατος περὶ τὴν ἱστορίαν τῶν εὐρωπαϊκῶν στρατῶν, γινώσκων ἐν καταπληκτικῇ λεπτομερείᾳ οὐ μόνον τὴν ἀρχὴν τῆς συστάσεως ἑκάστου καὶ τὰς περιπετείας καὶ τὰς πολεμικάς του πράξεις, ἀλλὰ καὶ τὸν ὀργανισμὸν καὶ τὰς τεχνικὰς διαιρέσεις καὶ ὑποδιαιρέσεις τῶν σωμάτων καὶ τὰ διακριτικὰ σημεῖα τῆς στολῆς καὶ τὸ ὁπλισμὸν ἑκάστου συντάγματος. Συνέβη μάλιστά ποτε ἕνεκα τούτου ἀστεῖόν τι ἐπεισόδιον. Ἑσπέραν τινὰ ὁ Κοκκίδης εἰσῆλθεν εἰς τὸ μόνον τότε ὑπάρχον ἐν Ἀθήναις εὐπρεπὲς ζυθοπωλεῖον, τὸ λεγόμενον τοῦ Μπερνιουδάκη καὶ κείμενον εἰς πάροδόν τινα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ παρὰ τὸ ὑπουργεῖον τῆς Παιδείας, καταφύγιον δὲ τῶν παρεπιδημούντων ξένων καὶ ἰδίως τῶν Γερμανῶν καὶ ἐντευκτήριον μερικῶν λογίων καὶ ἐπιστημόνων τῆς ἐποχῆς. Εἶδεν εἰς γωνίαν τινὰ καθήμενον ἕνα κύριον μόνον, ξένον προφανῶς, τὸν ἐπλησίασε καὶ μὲ τὴν συνήθη του διαχυτικότητα δὲν ἐβράδυνε νὰ συνάψῃ συνομιλίαν. Ὁ ξένος ἦτο Γερμανὸς καὶ ὁ Κοκκίδης γερμανομαθέστατος, μαθὼν δὲ ὅτι ὁ μεθ’ οὗ συνδιελέγετο ἦτο ἀξιωματικὸς τοῦ ἱππικοῦ εἰς τὸν πρωσσικὸν στρατόν, ἤρχισε νὰ τὸν ἐρωτᾷ περὶ τοῦ συντάγματός του, καὶ νὰ τοῦ ἀναφέρῃ λεπτομερείας περὶ τῆς ἱστορίας του, περὶ τῆς διοικήσεώς του, περὶ τῆς δυνάμεώς του, περὶ τῶν ἰδιαιτέρων γνωρισμάτων τῆς στολῆς του καὶ τῶν γενομένων εἰς αὐτὴν κατὰ καιροὺς τροποποιήσεων μετὰ τόσης ἀκριβείας, ὥστε ὁ ξένος ἀπορῶν, τὸν ἠρώτησεν ἐν τέλει, ἂν ἦτο καὶ αὐτὸς στρατιωτικός, διὰ νὰ γνωρίζῃ τόσον καλῶς αὐτά τὰ πράγματα. Κατεπλάγη δὲ ἀκόμη περισσότερον ὁ πρῶσσος ἀξιωματικός, ὅταν ἤκουσεν ὅτι ὁ Κοκκίδης δὲν ἦτο ἀξιωματικὸς τοῦ ἱππικοῦ, ἀλλὰ καθηγητὴς τῆς ἀστρονομίας!
Καὶ ὅμως μόνον περὶ τῆς ἀστρονομίας, ἥτις ἦτο ἡ ἐπιστήμη τοῦ καὶ περὶ τὴν ὁποίαν ἦτο ἐγκρατέστατος, ἀπέφευγε νὰ ὁμιλῇ