τὸ μεγαλείτερον κατόρθωμα νὰ σᾶς εἰπῇ δυὸ λόγια χωρὶς νὰ τὰ σαστίσῃ, καὶ ὡς τὴν μεγαλειτέραν εὐτυχίαν ν’ ἀκούσῃ ἄλλα δυὸ ἀπ’ τὰ χείλη σας, χωρὶς αὐτὰ τὰ χείλη νὰ τὸν εἰρωνευθοῦν. (Μ’ ἕνα μικρὸ γέλοιο). Ἐνθυμεῖσθε τὸ πάθημά μου μὲ τὴν ἐσσάρπα σας; Πόσαις φοραὶς δὲν τὸ ἐσυλλογίσθηκα μὲ φρίκη! Πόσαις φοραὶς ἕνα τόσο μικρὸ πραγματάκι μ’ ἐκράτησε νύχταις ὁλόκληραις χωρὶς νὰ κλείσω μάτι! Ἐνθυμεῖσθε; Ἐτραγουδούσατε στὸ πιάνο... Ἐκεῖνο τὸ ἱσπανικὸ τραγουδάκι ποῦ μ’ ἄρεσε τόσο πολύ τότε, καὶ ποῦ τώρα ἡ μοῖρα θέλει ν’ ἀκούω ἀπὤνα ὀργανέτο, ποῦ περνᾷ στὸ δρόμο πρὸς τὸ βράδυ, φρικτὰ παιγμένο, παράφωνο, κι’ ὅμως σὲ κάθε ἦχό του ἕνα ῥῖγος διατρέχει τὸ σῶμά μου καὶ νοιώθω τὸ στῆθός μου ν’ ἀναφουσκόνῃ...
ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Μετὰ ζέσεως). — Ἄχ, ἐκείνη ἡ ἐποχή! Ἄχ, ἡ χρυσῆ ἐκείνη ἐποχή! Τὴν ἐπέρασα ἀλλοίμονο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς ἦταν ἡ ζωὴ τὴς ζωῆς μου!... Ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνη τὴ ἐποχὴ, μοῦ φαίνεται σὰν νὰ μὴν ἔζησα. Ἔφυγα. Ἐπῆγα στὴν Γερμανία. Ἔμεινα ἐκεῖ πέντε ἔτη. Ὅταν ἐπέστρεψα, δὲν σᾶς εὑρῆκα πλέον. Εἴχατε ὑπανδρευθῆ. Ἦρθα ἐδῶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν μου. Ἠθέλησα νὰ δοκιμάσω τὰς συγκινήσεις τοῦ πολιτικοῦ βίου. Τὸ ἐπέτυχα. Γρήγορα ὅμως ἐβαρύνθην καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν. Ἐπεχείρησα ἔκτοτε πολλὰ ταξίδια. Ἐδοκίμασα ὅλας τὰς ἐκπλήξεις ποῦ παρέχουν αἱ μεγαλουπόλεις. Τί ἐκατάλαβα; Τίποτα. Ἀπογοητευμένος, χορτασμένος, ἀηδιασμένος, κατεστάλαξα πάλι σ’ αὐτὴ τὴ γωνιά. Οὔτε μία ἀνάμνησις κἂν εὐχάριστος, δὲν μοῦ ἀπόμεινε ἀπ’ τὸ μεγάλο αὐτὸ κενὸ τὴς ζωῆς μου. Ὅλαι μου αἱ ἀναμνήσεις συγκεντροῦνται μόνον εἰς τὴν ζωὴν ποῦ ἔζησα τότε εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἀναμνήσεις μοῦ προξενοῦν πόνο, εἶναι ἀλήθεια, μὰ ἕναν πόνο εὐχάριστο, σὰν ἐκεῖνον ποῦ αἰσθάνεται κανεὶς ὅταν ξύῃ μιὰ ἀμυχὴ ποῦ τὸν πονεῖ. Ἄχ! τότε ἔβλεπα μὲ πάρα πολλὴν αἰσιοδοξίαν τὸ μέλλον. Ἢ μᾶλλον δὲν τὸ ἔβλεπα διόλου! Ἀλλοιώτικα αὐτὰ τὰ ντουβάρια ποῦ πλακόνουν κανενὸς τὰ στήθη σὰν νὰ βρίσκεται μέσα σὲ τάφο, αὐτὰ τὰ ξύλα ποῦ τρίζουν μὲ παράπονο σὰν νὰ σιγοκλαῖνε ποῦ καίγονται ἀδίκως, (μὲ δυνατὴ φωνὴ) θὰ μοῦ ἔκαναν βέβαια φρίκη!... (Μὲ φωνὴ πνιγμένη).