Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/52

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
50
Η ΜΕΛΕΤΗ

μέλλον του, καὶ ἐξενιτεύθηκε μαζί μου, (χαμηλόνουσα τὸ βλέμμα) γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ μὲ ζήσῃ.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὤ Κυρία Ἰουλία! Δὲν ἔχετε δίκαιον εἰς ὅ, τι λέγετε!...

ΙΟΥΛΙΑ. — Λησμονῆτε ὅτι δὲν ἤμουν πλουσία.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἴχατε ὅμως τόσα ἄλλα προτερήματα ποῦ ἔπρεπε κανεὶς νὰ λησμονήσῃ αὐτό, ὄχι ὕστερ’ ἀπὸ τόσα χρόνια, ἀλλ’ ἀμέσως ἐκείνη τὴ στιγμή.

ΙΟΥΛΙΑ. — Σᾶς παρακαλῶ... Μὴν ὁμιλεῖτε ἔτσι περὶ ἐμοῦ. Μὲ στενοχωρεῖτε περισσότερον ἀπ’ ὅ, τι ἐὰν ἐλέγατε τὴν ἀλήθειαν.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καὶ εἶναι ὅπως τὴν λέγω. Διότι τὴν ἐγνώρισα ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, καὶ τόσα χρόνια ποῦ πέρασαν ἔκτοτε δὲν ἔκαμαν ἄλλο, παρὰ νὰ τὴν καταστήσουν ἀληθεστέραν. Δὲν εἶχα ἀνάγκην νὰ σᾶς ἐπανίδω διὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλω περὶ αὐτοῦ. Σᾶς ἐφανταζόμην πάντοτε ὅπως σᾶς ἐγνώρισα. (Μετὰ μικρὰν σιγὴν): Ἐκεῖνο μόνον ποῦ δὲν ἐφανταζόμην εἶναι αὐτὰ τὰ ἄσπρα σας μαλλιά. Ἡ ζωηρὰ ἀνάμνησίς μ’ ἔκαμε νὰ λησμονῶ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου. Καὶ ὅταν σᾶς εἶδα πρὸ ὀλίγων ἠμερῶν, γιὰ πρώτη φορὰ πάλι, ἐσκέφθηκα μὲ κἄποια ἀπορία, σεῖς ἆρά γε νὰ εἶσθε ἡ ξανθὴ ἐκείνη νέα μὲ τὸ ὠχρὸ τὸ πρόσωπο, ποῦ ὅμως ἐκοκκίνιζε τόσον πολὺ στὴ θέα μιᾶς ταπεινῆς πασχαλιᾶς ποῦ τῇς προσεφέρετο...

ΙΟΥΛΙΑ (Χαμηλόνουσα τὸ πρόσωπον). —Κύριε Φίλιππε! Μὴν ὁμιλεῖτε γιὰ ’κείνη τὴ νέα. Δὲν εἶμαι ἐγώ. Ἡ ξανθὴ νέα μὲ τὸ ὠχρὸ τὸ πρόσωπο (ἀτενίζουσα αὐτὸν) ἀπέθανε, Κύριε Φίλιππε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὄχι ἀκόμα. Τὰ μάτια της λάμπουνε πάντα, κι’ ἡ λάμψις τους φωτίζει ὅσα ἐσκίασεν ὁ χρόνος. Σᾶς βλέπω ὅπως εἶσθε τὴ στιγμὴ ποῦ σᾶς πρωτόειδα. Ἦταν καὶ τότε βράδυ... Ἐνθυμεῖσθε;

ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — ἀφήσατέ με νὰ ἀναπολήσω ’λιγάκι τὸ παρελθόν. Πάντα μοῦ ἦταν τοῦτο ἡ προσφιλεστέρα ἐνασχόλησις, καὶ τώρα ποῦ σᾶς βλέπω ’μπρός μου, μοῦ εἶναι σχεδὸν μία ἀνάγκη. Χωρὶς σχεδὸν νὰ θέλω ἡ παρουσία σας μὲ παρασύρει μὲ ὁρμὴν ἀκράτητον πρὸς τὰ ὀπίσω, καὶ νομίζω πῶς εἶμαι ἀκόμη ὁ ὀνειροπόλος ἐκεῖνος φοιτητής, ποῦ ἐθεώρει ὡς