Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/33

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
31
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΟΥ

μεύσουν ὡς πρώτη ὕλη πρὸς κατασκευὴν «μάζης» χρησίμου πρὸς χαρτοποιΐαν, ἡ ξυλεία αὕτη φέρει τὸ λακωνικὸν ὄνομα χυλομᾶζα ἢ χαρτομᾶζα (pulpstuf) καὶ οἱ καταγινόμενοι εἰς τὴν ὑλοτομίαν ταύτην ὀνομάζονται ἀναλόγως pulpstuffers. Λοιπὸν ἐπειδὴ ὁ σύζυγός της ἦτο χυλομαζεύς, τὴν ὀνομάζω Χυλομαζοῦ.

Εἰς τὴν παράπλευρον κοιλάδα εἶχεν ἐγκατασταθῇ ἄλλη ἑταιρεία ὑλοτομίας, ἡ ὁποία ἔκοπτε δένδρα ὄχι προωρισμένα νὰ γίνουν χάρτης δι ἐφημερίδας, ἀλλὰ οἰκοδομήσιμος ξυλεία. Ἡ ἑταιρεία αὐτὴ εἶχε διορίσῃ ὡς ἐργοδηγόν της τὸν Πῆτερ. Ὁ Πῆτερ (Πέτρος) εἶναι ἀνὴρ μεσήλικος ἥρεμος τοὺς τρόπους, σιωπηλὸς μᾶλλον, ἡσυχώτατος, ἀλλὰ μ’ ὅλα ταῦτα θεωρεῖται ὡς πρωτοπαλλήκαρον τοῦ χωριοῦ μας.

Ἡ σύζυγός του εἶναι χαριεστάτη νέα, ἡ ὁποία ἐπροτίμησε τὸν Πῆτερ ὄχι διότι τὴν ἠνάγκασαν οἱ συγγενεῖς της νὰ πάρῃ μεσήλικον ἄνδρα (πρᾶγμα ἀσύνηθες ἐδῶ), ἀλλὰ διότι τὸν ἠγάπησε, καὶ οὕτω πως ἔθεσε τὴν μικρὰν λευκὴν χεῖρά της εἰς τὴν στιβαρὰν του χεῖρα, δίδουσα τὸ «λεμόνι» εἰς διαφόρους «τρυφερόποδας» ἐρωτύλους μνηστῆράς της.

Σημείωσις: Ἐδῶ διὰ τοὺς ἀπορριπτομένους μνηστῆρας δὲν λέγουν ὅτι «ἔφαγαν τὴν χυλόπητταν» ἀλλὰ ὅτι «ἐπῆραν τὸ λεμόνι» καὶ «τρυφερόποδες» (tenderfoot) λέγονται οἱ μαλθακοὶ νέοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι συνηθισμένοι εἰς τὸν τραχὺν βίον τῶν δασῶν.

Ὁ Πῆτερ καὶ οἱ ἄνδρες του ὀνομάζονται ἁπλῶς ὑλοτόμοι (lumbermen) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς χυλομαζίτας ὑλοτόμους τῆς γειτονικῆς κοιλάδος. Ὁ Πῆτερ σπανίως ὁμιλεῖ, ἀλλ’ ὅταν ὁμιλῇ, τὰ λέγει μὲ ἰδιαίτερον «χιοῦμορ».

Μίαν φορὰν ἡ ἱστορικὴ ἐκείνη φοράδα μου ἐπήδησεν ὑψηλὸν φράκτην καὶ ἐσχίσθη εἰς τὸν μηρὸν φρικωδῶς ἐξ αἰτίας ἑνὸς καρφιοῦ. Ἔπρεπεν ἡ χαίνουσα πληγὴ νὰ ῥαφθῇ καὶ ἐγὼ δὲν εἶχα τὸ θάρρος νὰ ῥάψω τὰς ζώσας σάρκας καὶ τὰ ὡς ῥάκη σχισμένα τεμάχια δέρματος. Ἐπροσκάλεσα λοιπὸν τὸν Πῆτερ νὰ τὸ κάμῃ. Πᾶς ἄνθρωπος ἐδῶ εἶναι πολυτεχνίτης: πεταλωτής, χειρουργός, σαπωνοποιός, μαιευτήρ, σιδηρουργός, ῥάπτης, μαραγκός, ἐμβαλωματής.