Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/99

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες97

Ἀπάνω ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ σιγοτρέμῃ καὶ νὰ κυματίζῃ σκοτεινογάλαζη, κάπου μὲ ἀφροὺς πλατεῖς, κάπου μὲ ἠχοὺς παράξενους. Σεῖσμα καὶ τάραχο ἔβγαζε τὸ μεγαθήριο, λὲς κ’ ἤθελε νὰ κρύψῃ τὸ πικρὸ δρᾶμα ποῦ ἄρχιζε στοὺς κόρφους του. Τὸ σκαφίδι μὲ τὴν ἀντένα ὀρθόγυρτη στὸ κατάρτι, σάλευε ζερβόδεξα καὶ κοντυλόγραφε ξόρκια ψηλά. Καὶ ὅλο τὸ τσούρμα, ὁ κολαουζέρης μὲ τὸ σχοινάκι τοῦ βουτηχτὴ στὰ δάκτυλα, ὁ μαρκουτσέρης στὸ μαρκοῦτσι, οἱ ροδάδες ἀπὸ δυὸ στὴ μηχανή, οἱ λαμνοκῶποι στὰ κουπιὰ γυμνοτράχηλοι· δύο ἄλλοι βουτηχτάδες ξαπλωμένοι καταηλιακοῦ μὲ χαλκοπράσινη ὄψι καὶ μάτια βουρκωμένα, ἀκολουθοῦσαν τοῦ ξύλου τὸ κύλημα. Στὴν πλώρη καθησμένος ὁ μηχανικὸς μὲ τὸ τσιμποῦκι ἀναμμένο κουβέντιαζε μὲ τὸν Καλέμη, σὰν νὰ ἦταν στὸ τραπέζι ταβέρνας.

Ὁ Αἰγινήτης πῆγε μακριὰ κ’ ἔρριξε τὸ βουτηχτή του· μὰ δὲν ἔβρισκε τίποτα, καὶ τραβῶντας ἔσυρε τὸ καΐκι δίπλα στὸ καΐκι τοῦ Πίπιζα. Καὶ ἄλλα πεντέξη ψάρευαν ὁλόγυρα καὶ κουβέντιαζαν ἀπὸ μηχανὴ σὲ μηχανή, μετροῦσαν οἱ καπετᾶνοι τὶς ζημίες τους, λογάριαζαν τοὺς μῆνες, ἔλεγαν γιὰ τὴ σοδειὰ τῆς χρονιᾶς, γιὰ τὴν τιμὴ ποῦ θὰ πωληθῇ στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἀμερική.

— Τί τὰ θές; μ’ ἔφαγαν τὰ πλάτικα φέτος· εἶπε στενάζοντας ὁ Πίπιζας. Κοντεύει νὰ μᾶς πάρῃ ὁ Σεπτέμβρης καὶ γὼ δὲν ἔχω οὔτε χίλιες ὀκάδες στὸ ντεπόζιτο.

— Μὰ καὶ γὼ ἔχω κἄτι χαραμῆδες! εἶπε ὁ Καλέμης· ἄλλη χρονιὰ δὲ μοὔτυχαν τέτοιοι. Φοβοῦνται