Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/100

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
98Λόγια τῆς πλώρης

ἀπὸ τὸν ἴσκιο τους. Δέκα-δώδεκα ὀργιὲς δὲ βουτοῦν παρακάτω.

— Στὶς τριάντα βρίσκεται· εἶπε ὁ μαρκουτσέρης κείνη τὴ στιγμή, βλέποντας καλὰ τὸ μανόμετρο.

Ἐκεῖνος ἔκαμε πῶς δὲν ἄκουσε καὶ ξακολούθησε μὲ τὸν Αἰγινήτη. Εἶπαν γιὰ τὸ κόντρα τεπόζιτο ποῦ μένει ἀραγμένο στὴ Βεγγάζη· γιά τὸ ξελιμπάρισμα τοῦ σπόγγου καὶ γιὰ τὸ σκυλόψαρο ποῦ φάνηκε. Ὁ ἥλιος κόκκινος καὶ γοργογύριστος σκάλωνε στὰ μεσούρανα, χύνοντας λαύρα ὁλοῦθε. Μακριά, γραμμὴ κατάσπρη σὰν κιμωλίας χάραμα, πρόβαινε ἡ ἀμμουδιὰ τῆς Ἀφρικῆς ἀχνοσκέπαστη κι’ ἀκόμη μακρίτερα τὸ Χαψίνι, ἔδειχνε τὴν πυρωμένη χήτη του, σὰ θεριὸ ἀναμαλλιασμένο. Ἀπέραντο χώνευε στὰ διάφανα οὐρανοθέμελα τὸ πέλαγο μὲ κάποιο τρέμουλο, λὲς κι’ ἀνάσαινε δύσκολα. Ποῦ καὶ ποῦ, σὰν φελλοὶ παραγαδιοῦ, μαύριζαν τὰ σφουγγαράδικα δυὸ καὶ τρία μαζί, ἄλλα μοναχικά, καὶ ἵδρωναν τὰ δύστυχα κορμιά, νιᾶτα γέραζαν, κινδύνευαν ζωὲς γιὰ τὸ ἄκαρπο χάρισμα τῆς θάλασσας. Καὶ κοντὰ στοῦ Πίπιζα τὸ καΐκι ἕνας μὲ τὸν ἄλλο οἱ δουλευτές, γνώριμοι καὶ φίλοι, δούλευαν μεστὰ καὶ σύγκαιρα φρόντιζαν νὰ μάθουν τὰ νέα τῆς πατρίδας καὶ πειράζονταν πολλὲς φορὲς συναμεταξύ τους. Τοῦ ἑνὸς ἔλεγαν πῶς παντρεύτηκε ἡ ἀρρεβωνιαστική του· ἄλλου πῶς τὸν ἀγαποῦσε τὸ Μαριωρή, ἀσχημομούρα κι’ ἀλαφρύμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πῶς τὸν ἀποπαίδισε ὁ πατέρας του. Δυὸ παιδιὰ ἀπὸ τὸ Αἰγινήτικο καΐκι ἄρχισαν ν’ ἀναμπαίζουν τοὺς Ὑδραίους γιὰ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴ βάρβαρη προφορά τους.