Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/94

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
92Λόγια τῆς πλώρης

— Δὲν ξέρω γὼ γιὰ ὅλους γιὰ ξόλους. Εἶμαι γὼ ἐδῶ· εἶνε δικό μου τὸ λιβάδι. Ἅμα φύγω, ἂς ἔρθῃ ἄλλος νὰ κάμῃ ὅ,τι θέλει.

— Μὰ πῶς;

— Πάψε πιά! τὸν ἔκοψε ὁ Νικολός· δὲν ἔχεις δίκηο· δὲ σοῦ φταί’ ἡ τύχη, μόνος σου φταῖς. Θὰ πάρῃς στὸ λαιμό σου τὸν κακομοίρη τὸν Πίπιζα!…

Ἔφυγε ξαναμένος ὁ πατέρας σου ἀπὸ κοντά του. Καὶ ὅλη νύχτα δὲ μπόρεσε νὰ κλείσῃ μάτι. Δὲν ἔβλεπε τὴν ὥρα νὰ βάλῃ σὲ πράξῃ τὶς συμβουλὲς τοῦ ἀδερφοῦ. Στὸν ὕπνο του εἶδε πῶς ἦταν κάτω στὸ βυθὸ καὶ πάλαιβε καὶ κοντροχτυπιόταν γιὰ ἕνα ψύχαλο σφουγγαριοῦ. Τὸ ἄδραχνε τέλος στὰ χέρια του, ἔβγαινε ἀπάνω γελαστὸς καὶ τὸ ἔδινε στὸν καπετάνιο, ἐλπίζοντας ν’ ἀκούσῃ τὸ γλυκὸ λόγο του. Μὰ κεῖνος δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὰ χείλη του παρὰ χολὴ τὸ βρισίδι:

— Κεραταΐμ-κερατᾶ!

Κι’ ὁ πατέρας σου ἀπελπισμένος ριχνόταν πάλι καὶ ἄρχιζε νέο ψαχούλεμα, ἔβλεπε πάλι αἵματα καὶ ξεσκλήδια γύρω του.

Τέλος ἔφεξε ἡ αὐγὴ καὶ τὰ πρύμισε ἡ μηχανή τοῦ Πίπιζα. Ὁ Γρίτης εἶδε μιὰ θέση γεμάτη ἀπὸ μελάτι· καθαρὸ μελάτι· λιβάδι ἀτρύγητο. Τὸ εἶπε κρυφὰ τοῦ μηχανικοῦ καὶ κεῖνος διέταξε νὰ τραβήξουν ἀνοιχτά, γιὰ νὰ πλανέψουν τὶς ἄλλες μηχανές. Ἀνοίχτηκαν κάπου εἴκοσι μίλια. Οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νὰ ὑποψιάζονται. «Κάτι σχοινὶ θὰ μᾶς πλέξῃ τὸ Αἰγινήτικο κουροῦπι»· ἔλεγαν. Ὡς τόσο ἔρριξαν τοὺς βουτηχτάδες καὶ ἄρχισε τὸ ψάρεμα. Παρατιμονιὰ