Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/95

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες93

τότε ὁ μηχανικὸς καὶ βρέθηκε πάλι τὸ καΐκι στὰ νερά του.

— Ἔλα, Ραφαλιά, ἑτοιμάσου· λέει ὁ καπετάνιος. Σὲ φέρνω σὲ βλισίδι. Ἂν δὲ βγάλῃς καὶ τόρα τὸ δίχτυ γεμᾶτο, καλὰ θὰ κάμῃς νὰ ταχτῇς καλόγερος. Μὴ ντροπιάζεις ἄδικα τ’ ὄνομά σου.

Ἐκείνη τὴν ὥρα πέρασε δίπλα καὶ ἡ μηχανὴ τοῦ Καλέμη μὲ τὸ δικό μου. Καὶ κεῖνος καθόταν στὴν κουπαστὴ λαστιχοντυμένος καὶ σφούγγιζε μὲ τὸ μαντῆλι τὸ πρόσωπό του γιὰ νὰ φορέσῃ τὴν περικεφαλαία.

— Τὸν νοῦ σου, Πέτρο! φώναξε γελῶντας, καθὼς εἶδε τὸν πατέρα σου. Ἄσε τὴν τύχη νὰ κάνῃ ρόκα της καὶ θυμοῦ τὰ λόγια μου. Σφυρὶ στ’ ἀμῶνι! σφυρὶ στ’ ἀμῶνι!…

Ἐκεῖνος δὲν εἶπε τίποτα. Δὲν ἤθελε πιὰ συμβουλές. Τὸ πῆρε ἀπόφαση: δὲ θὰ καταντήσῃ ἀνάμπαιγμα στοὺς σφουγγαράδες!

Ὡς τόσο τὸν ἔντυναν οἱ ἄλλοι σὰ γαμπρό. Σὰ γαμπρὸ καὶ μαζὶ σὰ λείψανο. Ζωντανὸς ἔμπαινε· μὰ ποιὸς ξέρει ἂν θάβγαινε ζωντανός; Ὁ βουτηχτὴς παίζει πασέτα τὴ ζωή του. Τὸ γνωρίζουν ὅλοι· τὸ καλογνωρίζει πρῶτος αὐτός. Γιὰ τοῦτο μεταλαβαίνουν πρὶν φύγουν ἀπὸ τὸ νησί· γιὰ τοῦτο οἱ καπετᾶνοι παίρνουν σάβανα, κεριὰ καὶ λιβάνι μαζὶ μὲ τὴ γαλέτα καὶ τ’ ἄλλα χρειαζούμενα. Τέλος τὸν ἔντυσαν τὸ λάστιχο, τοῦ φόρεσαν τὴν ἀτσαλένια περικεφαλαία, τοῦ ἔζωσαν τὴ ζώνη μὲ τα γατζούδια, κρέμασαν τὰ μολύβια στὴν τραχηλιά· λαστιχένια βραχιόλια στὰ χέρια, παπούτσια μολυβοπάτωτα στὰ πόδια. Μόλις κατόρθωνε νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὸ βάρος.