Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/85

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ὁ ἐκδικητὴς83

πορφυρογέννητοι καὶ βαφτίζει μέσα τῶν ἐμπόρων τὰ παιδιά. Μὲ τὶς χρυσόπορτες τοῦ Ναοῦ μας στολίζει τὸν Ἅγιον Πέτρο της· στήνει στοὺς πύργους της τὸ Ρωλόγι, θαῦμα τοῦ κόσμου, μὲ τοὺς Μάγους ποῦ χαιρετοῦν ταπεινοὶ τοῦ Χριστοῦ μας τὴ Γέννηση· στήνει στὶς πλατεῖες της τ’ ἄλογα τ’ ἀνεμοπόδαρα, ἀκράτητου λαοῦ συμβολικὴ παράσταση.

Γαλέρες φεύγουν καὶ γαλέρες ἔρχονται. Παίρνουν τὰ πλούτη μας, τὴ δόξα μας, τὰ ἱερά μας. Ἀλλοῦ τὰ πᾶνε, στὴ Δύση τὴν τρισβάρβαρη, νὰ ἡμερέψουν καὶ κείνης τοὺς λαούς, νὰ δοξάσουν καὶ κείνης τὰ χώματα.

Ἡ Ἁγιατράπεζα ὅμως δὲν ἀκολουθεῖ. Ἡ πλάκα ἡ πολύτιμη, ποῦ τὴν ἔστησε ὁ Ἰουστιανὸς στὴ μέση τοῦ Ναοῦ, λαμπρὸ ζαφεῖρι στὴ χρυσῆ σφεντόνα του· ἡ πλάκα ποῦ ἄκουσε τόσα Νικητήρια καὶ θυσίασε ἀπάνω της ὁ Φώτιος, δὲν πάει νὰ κλειστῇ σκλάβα στὰ δολερὰ τείχη, στ’ ἁρπαχτικὰ χέρια τοῦ Ἰννοκέντιου. Ὄχι· δὲν πάει. Ἄνοιξε ἡ καρίνα στὰ δυὸ καὶ γλύστρισε ἡ Ἁγιατράπεζα στὰ νερὰ τοῦ Μαρμαρᾶ. Ὁ βοῦρκος ἔφυγε ἀπὸ κοντά της, ὅπως φεύγει ἡ ἁμαρτία τὸ Σταυρὸ καὶ ὁ χρυσὸς ἄμμος στρώθηκε, κλίνη πάναγνη ἀπὸ κάτω της. Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ μάτι, τοῦ δικαιοκρήτη καὶ παντοδύναμου, στάθηκε ἀπάνω της ἄγρυπνο, ὅπως μάννας μάτι στὴν κούνια τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της.

Καὶ ἀπὸ τότε εἶνε κεῖ καιρὸς διαμάντι, ἥλιος κατάργυρος, νερὸ τρισάγιο. Μύρο ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ βυθὸ καὶ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο τῆς θάλασσας καὶ