Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/86

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
84Λόγια τῆς πλώρης

κάθεται χρῖσμα σωματικό, χρῖσμα ψυχικό, ἐθνικὸ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα! Ὅπως ἀπὸ τὸ Δισκοπότηρο βγαίνει ἡ σωτηρία τοῦ χριστιανοῦ, θὰ ἔβγῃ ἀπὸ κεῖ καὶ ἡ δική μας ἀπολύτρωση. Ἡ χαραυγὴ τοῦ Γένους μας ἐκεῖ θ’ ἀνατείλῃ· ναί, ἐκεῖ θ’ ἀνατείλῃ. Προβαίνει ὁλοένα ἡ Ἁγιατράπεζα καὶ βούλεται νὰ πιάσῃ τὴ στερεά. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὴν πιάσῃ τὴ στεριά. Καὶ τότε σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ γῆ ἀπὸ ἄκρη σ’ ἄκρη, ἀπὸ νότο καὶ βοριᾶ, χαρούμενος ἥλιος θὰ πυρώσῃ τοὺς δούλους, καμπάνα θὰ σημάνῃ σὲ κάθε μιναρὲ καὶ τὰ τζαμιὰ θὰ ἠχολογήσουν τὴ χριστιανική, τὴν ἐθνική μας λειτουργία. Καὶ τότε πάλε ἡ Χρυσόπορτα θὰ στολίσῃ ἑλλήνων βασιλιάδων τὰ τρόπαια.

Τότε θὰ πάρουμε καὶ τὰ κουρσεμένα πίσω. Τὰ πλούτη μας, τὶς δόξες, τὰ ἱερά μας. Θὰ πάρουμε τὸ σπαθὶ τοῦ Κωσταντίνου καὶ τὴν κολυμπήθρα τοῦ Πορφυρογέννητου· τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ μας, τὸ Ρωλόγι τῶν Μάγων, τ’ ἄλογα τ’ ἀράθυμα. Καὶ θὰ μείνῃ πάλι φτωχὴ καὶ ταπεινὴ ψαρούδισσα ἡ Βενετιά, καὶ ἡ Πόλη μας θὰ γίνῃ καύχημα καὶ στόλος τῆς Οἰκουμένης, ὅπως ἦταν πρὶν τὴ μαράνῃ τοῦ Βενετσάνου τὸ ἀγκάλιασμα καὶ τὸ βάρβαρο ποδάρι τοῦ Τούρκου.

Ναί· θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καὶ θὰ δοξαστοῦμε πάλι. Εἴμαστε ἄντρες ἐμεῖς· μωρ’ εἴμαστ’ Ἕλληνες!…»

Καὶ ὀρθὸς τόρα ἔρριξε τὰ μάτια φλογερὰ στὶς σκοτεινὲς στεριές, σὰν προφήτης τοῦ Ἰσραήλ, ὑμνῶντας τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ὁ ὑποναύκληρος. Καὶ δὲν ἦταν, ὄχι, ὁ ναύτης ὁ ταπεινός. Ἦταν ὁ Ἑλληνισμὸς ὁλόκληρος, μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη στὶς παραδόσεις καὶ τοὺς θρύλους του.