Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/83

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ὁ ἐκδικητής81

ἥλιος λαμπρὸς καὶ ἀβασίλευτος—ὁ ἥλιος τοῦ Γένους μας. Ὅποιος δὲν ἔχει μάτια, ἐκεῖνος δὲ βλέπει τὴ χαραυγή· ἐθνικὴ χαραυγή, πόθος καὶ καημὸς αἰώνων ὅλων—ὄχι κουραφέξαλα.

Κοίταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη οὐρανὸς κατασκότεινος, στεριὲς σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα καὶ φαρμάκι. Θεριὰ τὰ κύματα χτυπᾶνε τὸ καράβι μας. Λύσσα καὶ χολὴ μᾶς πολεμᾷ. Τὸ νερὸ δέρνει τὴ στεριά, τὴν τρώει, τὴν ξεσχίζει, τὴν πετσοκόβει ἄπονα, ὅσο νὰ κάμῃ τὰ πάντα θάλασσα καὶ ν’ ἁπλωθῇ ἀχόρταγος ρούφουλας στὸν παράνομο κόσμο.

Μὰ γύρισε κατὰ τὴν Ἡρακλειά. Καιρὸς διαμάντι· νερὸ τρισάγιο. Τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ἔπεσε. Ἔχεις ἀρρώστια; πήγαινε νὰ γιατρευτῇς. Ἔχεις πονόματο; ἄλειψε τὰ ματόφυλλά σου ν’ ἄγναντέψῃς κόσμους. Εἶσαι κουφός; θ’ ἀκούσῃς ἁρμονίες· βερέμης εἶσαι; Διγενὴς ἔγινες. Ἡ κολυμπήθρα τοῦ Σιλωὰμ ἐκεῖ βρίσκεται γιὰ μᾶς. Κολυμπήθρα σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, ἐθνικὴ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα. Εἶνε ἡ Ἅγια Τράπεζα τῆς Ἁγιασοφιᾶς, τὸ προσκυνητάρι τοῦ Γένους μας.

Τὴν ἄπαρτη Πόλη μας ξένου πόδι τὴν πάτησε·—ποδάρι Βενετσάνου. Ὁ τυφλὸς Δάνδολος μὲ ξεμωραμένου πιθυμιὰ ἔκλεισε στὴν ἄσαρκη ἀγκαλιὰ τὴν παρθένα μας· μάρανε τὰ ρόδα τοῦ προσώπου της μὲ τὸ βρωμερό του χνῶτο· ρούφηξε τὸ τρισάγιο αἷμά της μὲ τὰ σαλιαριστὰ φιλήματά του. Ἐννιακόσιων χρόνων