δὲν ἔλειψε. Ἕνα κῦμα ἦρθε καὶ μᾶς ἅρπαξε τὴ μικρὴ βάρκα ἀπὸ τοὺς μούρσους καὶ τὴ χόρευε στὴν κουβέρτα σὰν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δυὸ-τρία παιδιὰ νὰ τὴν ἁρπάξουν· μὰ ποῦ νὰ κρατήσουν ἀρκούδα λυσσασμένη; χέρια εἶνε, δὲν εἶνε ἀτσαλοσίδερο! Τὴν ὥρα ποῦ ἅπλωναν κατὰ τὴν πλώρη, ἐκείνη στὴν πρύμη βρισκότανε. Καὶ τὴν ὥρα ποῦ ἅπλωναν κατὰ τὴν πρύμη, στὴν πλώρη ἔφτανε. Ἂν τὴν βλέπατε μωρὲς παιδιά, πῶς πηδοῦσε, ἂν τὴν ἀκούατε πῶς μούγκριζε κι’ ἀγκομαχούσε, πῶς ἔκοβε τὰ σχοινιὰ κ’ ἔσπαζε τὰ σίδερα, θὰ πιστεύατε πῶς ἦταν ὁ διάβολος σωστός.
— Τὸ Κόνισμα, παιδιά· τὸ Κόνισμα! φωνάζει ὁ ναύκληρος υποψιασμένος.
Καθὼς ἄκουσε «τὸ Κόνισμα», λύσσαξε ὁ τρισκατάρατος! Ἔκανε ὁλάκερο ξύλο νὰ τρέμῃ σὰν τὸ φυλλοκάλαμο. Καὶ στὴν ὥρα ποῦ ἔφερναν τὸ Κόνισμα, πήδησε στὰ κύματα μὲ τὸ Γιώργη τὸ Σπετσωτάκι, ποῦ ἀντιμαχόταν μαζί της. Γιὰ μιὰ στιγμή, τὸν εἶδα κάτου σὲ βαθειὰ καὶ θεοσκότεινη λαγκαδιὰ ν᾿ ἀντρομάχεται ἀπελπισμένα. Καὶ ἄξαφνα εἶδα κῦμα θεόρατο, μὲ χίλια νύχια καὶ μύριους ἀποκλαμούς, νὰ τὸν παίζῃ στ’ ἀφρισμένο στόμα του καὶ νὰ μᾶς τὸν πετᾷ μὲ βρισιὰ καὶ φοβέρα. Ρίχνομαι νὰ τὸν ἁρπάξω· ἀλλὰ σύγκαιρα πισωπάτησα. Ὁ δύστυχος κρεμόταν στὴν κουπαστὴ μὲ τὸ κεφάλι ἀνοιγμένο καὶ σκόρπια τὰ μυαλά. Δὲν πρόφτασα νὰ συνέρθω ἀπὸ τὴ φρίκη, καὶ τὸ κῦμα, τὸ ἴδιο κῦμα ποῦ μᾶς τὸν ἔριρξε πρίν, ἦρθε πάλι καὶ τὸν ἅρπαξε γιὰ πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ἦταν ὁ καλήτερος τὴς συντροφιᾶς μας!