Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/42

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
40Λόγια τῆς πλώρης

Ἦρθε τέλος ἡ αὐγή. Καλήτερα ὅμως νὰ μὴν ἐρχότανε! Εἶδες τὸ καλοκαῖρι ποῦ βάνουν φωτιὰ στὶς καλαμιὲς πῶς σηκώνονται κολῶνες οἱ καπνοί; Ἔτσι κολῶνες ἀνέβαιναν κλωθογύριστοι ἀπὸ τὴ θάλασσα στὸν οὐρανό. Καὶ τὶ οὐρανό; πυκνὸ καὶ βρώμικο σὰν ἀπὸ ξαντὸ κουρελιῶν, χαμηλώτερο ἀπὸ τὴν ἀμπασογάμπια τοῦ καταρτιοῦ μας. Ἡ γαλέτα, ὁ κοντραπαπαφίγκος κι’ ὁ παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μοῦ φάνηκε πῶς βρέθηκα στὸ χτίσιμο τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ οὐρανὸς ἦταν τόσο χαμηλὰ ποῦ τὸν ἔγλυφαν τὰ βώδια· πῶς οἱ καπνοὶ δὲν ἦταν παρὰ τῆς μεγάλης φωτιᾶς ποῦ ἄναψε τὸ φίδι γιὰ νὰ τὸν κάψῃ. Καὶ ἀπ’ ὥρα σ’ ὥρα περίμενα τὴν καλόγνωμη γουστερίτσα νὰ φέρῃ τὸ νερὸ γιὰ νὰ σβύσῃ τὴ φωτιά· ὁ οὐρανὸς νὰ ψηλώσῃ γαλανός, ὁ ἥλιος νὰ διώξῃ τοὺς καπνούς, νὰ φανῇ ἡ γῆ πλουτοδότρα, νὰ λάμψ’ ἡ θάλασσα καὶ τὰ πετούμενα στ’ ἀνθισμένα κλαδιὰ νὰ δοξολογοῦν τὸ Δημιουργό.

Ὄνειρο ἦταν ἡ ἐλπίδα μου! Οἱ καπνοὶ ὅλο καὶ πυκνότεροι μᾶς ἔζωναν περίγυρα καὶ δὲν ξεχώριζα παρὰ καμμιὰ φορὰ ἄσπρο τὸν ἀφρὸ θεόρατου κυμάτου, πράσινου σὰν ἀλογόπετρα. Κατὰ τὸ μεσημέρι κἄπως ἄριεψαν καὶ εἶδα μακρυὰ τὸν ἴσκιο ἑνὸς μπάρκου ποῦ κατέβαινε μὲ τὰ πανιὰ τοῦ τρίγγου καὶ τῆς ἀμπασογάμπιας. Πιάσαμε καὶ μεῖς τραβέρσο ἀπάνου στὸν καιρὸ μὲ τὰ κάτω πανιά. Μὰ ὥστε νὰ τὸ καλοϊδῶ τὸ ἔχασα τὸ μπάρκο. Οἱ κολῶνες ἄρχισαν πάλι ν’ ἀνεβαίνουν, κλωθογυρίζοντας τὶς ἄπιαστες τουλοῦπες τους, ἄλλες χαμηλές, ἄλλες ψηλότερες, ἄλλες συμμαζεμένες, ἄλλες φυτεμένες στὴ γραμμή,