Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/233

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τελώνια231

γαν ἐκεῖνα· τὸ ἔπερνε, πάλι φανερώνονταν. Τὸ κρυφτὸ ἔπαιζαν μαζί του! Γυρίζω· βλέπω καὶ τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Μαῦρο φίδι μὲ δάγκωσε.

— Μωρέ, ποῦ ἄφηκες τὸ τιμόνι; τὸν ρωτῶ.

— Τὸ πῆρε ὁ καπετὰν Κάργας, μοῦ ἀπαντᾷ. Σύρε, λέει, νὰ ξεκουραστῇς λιγάκι.

— Στὸν Κάργα τ’ ἄφηκες! φωνάζω.

Καὶ τρέχο στὸ κάσαρο. Δὲν ἔκαμα δυὸ πηδήματα· κυλίστηκα κάτω ἀνάσκελα. Ὁ σύντροφος ἔκαμε τὸ θέλημά του. Μιὰ παρατιμονιὰ καὶ ἡ «Ἅγια Μαύρα» μας ἔσκασε ἀπάνω στὰ χάλαρα. Πηδῶ στὸ βράχο· τί νὰ ἰδῶ! Τὸ ἡφαίστειο σὰν πληγωμένος γίγαντας ἔχυνε ἀπὸ τὰ πλευρά ποτάμι τὸ αἷμα του καὶ ἀπαντοῦσε μὲ βρόντους στὸ στεναγμὸ τῆς σκούνας μας. Καὶ ἄξαφνα φοβεροὶ ἀποκλαμοὶ ἀφροκόκκινοι καὶ στοιχειωμένοι πρόβαλαν μέσ’ ἀπὸ τὶς πέτρες, κλείστηκαν ὁλόγυρα στὸ ξύλο καὶ ἔσυραν κάτω τὴν «Ἅγια Μαύρα» μὲ ὅλα τὸ κακοῦργα Τελώνια.

Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Λάμπρος Κάργας ὁ σύντροφος.