μενεξεδένιο σύγνεφο, εἶδα νὰ προβαίνῃ ἴσκιος πελώριος. Ἡ χοντρὴ κορμοστασιά, τὸ πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Ἁγιονόρος. Τὰ δυό του μάτια γύριζαν φωτεινοὺς κύκλους κι’ ἔβλεπαν περήφανα τὸν Κόσμο πρὶν τὸν κλωτσήσουν στὴν καταστροφή. Νάτος εἶπα, ὁ θεόσταλτος ἄγγελος, ὁ χαλαστὴς καὶ σωτῆρας! Τὸν ἔβλεπα κι’ εἶχα σύγκρυο στὴν ψυχή. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ πρόσμενα σφυρὶ νὰ πέσῃ τὸ φριχτὸ χτύπημα. Πάει τόρα ἡ Γῆ μὲ τοὺς καρπούς, πάει κι’ ἡ θάλασσα μὲ τὰ ξύλα της! Οὔτε τραγούδια πλιό, οὔτε ταξίδια, οὔτε φιλιά!
Ἀλλὰ δὲν ἄκουσα τὸ χτύπημα. Ὁ ἴσκιος πρόβαινε στὰ νερὰ μὲ ἅλματα πύρινα. Κι’ ὅσο γρηγορώτερα πρόβαινε, τόσο μίκραινε ἡ κορμοστασιά του. Καὶ ἄξαφνα ὁ θεότρομος ὄγκος χιλιόμορφη κόρη στάθηκε ἀντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κορώνα φοροῦσε στὸ κεφάλι καὶ τὰ πλούσια μαλλιά, γαλάζια χήτη ἅπλωναν στὶς πλάτες ὡς κάτω στὰ κύματα. Τὸ πλατὺ μέτωπο, τ’ ἀμυγδαλωτὰ μάτια, χείλη της τὰ κοραλλένια, ἔχυναν γύρα κάποια λάμψη ἀθανασίας καὶ κάποια περηφάνεια βασιλική. Ἀπὸ τά κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι’ ἔσφιγγε τὸ κορμὶ ὁλόχρυσος θώρακας λεπιδωτὸς καὶ πρόβαλλε στὸ ἀριστερὸ τὴν ἀσπίδα κι’ ἔπαιζε στὸ δεξὶ τὴ Μακεδονικὴ σάρισα.
Δὲν εἶχα συνέρθει ἀπὸ τὴν ἀπορία καὶ φωνὴ γλυκειά, ἥμερη καὶ μαλακή, ἄκουσα νὰ μοῦ λέῃ:
— Ναύτη-καλεναύτη· ζῇ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος;
Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος! ψιθύρισα μὲ περισσότερη ἀπορία. Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ζῇ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαν-