Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/208

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
206Λόγια τῆς πλώρης

τρος; Δὲν ἤξερα τί ρώτημα ἦταν ἐκεῖνο καὶ τί νὰ τῆς ἀποκριθῶ, ὅταν ἡ φωνὴ ξαναδευτέρωσε.

— Ναύτη-καλεναύτη· ζῇ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος;

— Τόρα, Kυρά μου! ἀπάντησα, χωρὶς νὰ σκεφτῶ. Τόρα βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος! οὔτε τὸ χῶμά του δὲ βρίσκεται στὴ γῆ.

Ὠιμέ! κακὸ ποῦ τό παθα! Ἡ χιλιόμορφη κόρη ἔγινε μὲ μιᾶς φοβερὸ σύχαμα. Κύκλωπας βγῆκε ἀπὸ τὸ κῦμα κι’ ἔδειξε λεπιοντυμένο τὸ μισὸ κορμί. Ζωντανὰ φίδια τὰ μεταξόμαλλα σηκώθηκαν περαδῶθε, ἔβγαλαν γλῶσσες καὶ κεντριὰ φαρμακερὰ κι’ ἔχυσαν φοβεριστικὸ ἀνεμοφύσημα. Τὸ θωρακωτὸ στῆθος καὶ τὸ παρθενικὸ πρόσωπο ἄλλαξαν ἀμέσως σὰν νὰ ἦταν ἡ Μονοβύζω τοῦ παραμυθιοῦ. Τόρα καλογνώρισα μὲ ποιὸν εἶχα νὰ κάμω! Δὲν ἦταν ὁ Χάρος τῆς γῆς, ὁ χαλαστὴς καὶ σωτῆρας ἄγγελος. Ἦταν ἡ Γοργόνα, τ’ Ἀλεξάντρου ἡ ἀδερφή, ποῦ ἔκλεψε τὸ ἀθάνατο νερὸ καὶ γυρίζει ζωντανὴ καὶ παντοδύναμη. Ἡ Δόξα ἦταν τοῦ μεγάλου κοσμοκράτορα, ἀγέραστη κι’ αἰώνια σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα. Καὶ μόνον γιὰ Κείνης τὸν ἐρχομὸ ἔχυσε ὁ Πόλος τὸ Σέλας του, νὰ στρώσῃ τὸν ἀθέρα μὲ τῆς πορφύρας τὸ χρῶμα. Δὲ ρωτοῦσε βέβαια γιὰ τὸ φθαρτὸ σῶμα, ἀλλὰ γιὰ τὴ μνήμη τοῦ ἀφέντη της. Καὶ τόρα στὴν ἄκριτή μου ἀπόκριση, μανιασμένη ἔρριξε τὸ χέρι, ἕνα δασοτριχωμένο καὶ βαρὺ χέρι, στὴν κουπαστή ἔπαιξε ζερβόδεξα τὴν οὐρά της κι’ ἔδειξε Ὠκεανὸ τὸν μαλακὸ Πόντο.

— Ὄχι, Κυρά, ψέματα!… τρανοφώναξα μὲ λυμένα γόνατα.