Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/182

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
180Λόγια τῆς πλώρης

μένα πούπουλα περαδῶθε. Πλάνο τὸ κῦμα ἀντὶ νὰ σπρώξῃ δεξιὰ τὸ τρεχαντῆρι, ἀριστερὰ τὸ πλαγιάζει, τὸ παραδίνει στ’ ἀνοιχτά.

Τὸ ναυτόπουλο ἀρχίζει πάλι τὰ κλάματα.

— Μωρέ, Γιώργη, ποῦ πᾶμε; χαθήκαμε! Ἄσε νὰ ξυπνήσω τὸν καπετάνιο.

— Σκασμός, πούστη! Μὴ βγάλῃς ἄχνα γιατὶ σ’ ἔφαγα!

Ὁ ναύτης φιλότιμος δὲ θέλει νὰ κράξη βοήθεια τὸν πατέρα του. Ναί, εἶνε καλὸς δουλευτής· δὲν εἶνε ὅμως καὶ πιδέξιος κυβερνήτης. Ἡ ὥρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι καὶ τέχνη. Ἂν ξύπναε ὁ καπετὰν Βαλμᾶς, εὔκολα θὰ ἔβαζε τὴ σκάφη στὸ δρόμο της. Μὰ ὁ Γιώργης δὲ θὰ τὸν ξυπνήσῃ ποτέ.—Τί ἄνεμο! λέει· δὲ μπορῶ νὰ ταξειδέψω ἕνα σκαφίδι καὶ γώ !… Ἔδεσε τὸ τιμόνι καὶ ἄρχισε μὲ τὸ ναυτόπουλο νὰ μαζώνῃ πανιά! Μὰ ὁ καιρὸς τὸν κεφάλωσε. Μιὰ σπιλιάδα ἔρχεται καὶ κόβει τὸ πρυμνιὸ κατάρτι στὴ μέση.

Μὲ τὸ βρόντο πετάχτηκε ὁ καπετὰν Βαλμᾶς. Κοιτάζει, τί νὰ ἰδῇ! Ἐμπρὸς κάπνιζε ὁ Καβομαλιᾶς. Ὁ πέτρινος ἐλέφαντας στὴ θάλασσα προυμυτισμένος, τίναζε νεροστρόβιλους στ’ ἀστέρια. Μηδὲ Τσιρίγο μηδὲ Ἡλοὶ ξεχώριζαν πουθενά. Ἄχνα τὸ νερὸ τὰ σκέπαζε ἀπὸ ἄκρη σ’ ἄκρη. Τὸ πρόσωπό του κιτρίνισε σὰ λεμόνι· τὰ μάτια του ἔσταξαν αἷμα καὶ χολή. Ἀσυλλόγιστα ἔφερε τὸ χέρι στὸ στυλέτο.

— Βρὲ ἄθεε· ἀγριομίλησε· ποῦ πᾷς νὰ μᾶς πνίξῃς!

— Μὲ πῆρε στὸ φτερό· δὲν τὸ κατάλαβα· ψιθύρισε ἄτολμα.