Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/156

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
154Λόγια τῆς πλώρης

μας κι ἔτσι ἔχουμε τὸ μυαλό μας ἥσυχο — ἂν ἔχουν μυαλὸ κι’ οἱ πεθαμένοι!

Μόλις ἄραξε τὸ καΐκι στὸ νησὶ — στὴ Σέρφο ἂς ποῦμε — ὁ ναύκληρος πῆρε τὸ μισοκοῖλι καὶ τράβηξε στὸ χωριὸ γιὰ νὰ μετρήσῃ τὸ σιτάρι. Λιανοψιχάλιζε κάπως, ὅταν κίνησε, μὰ δὲ δυσκολεύτηκε. Πρωτοβρόχια, σοῦ λέει, θὰ περάσῃ. Μὰ καθὼς ἔφτασε τὸν ἀνήφορο πιάνει μιὰ δαρτὴ βροχή· νεροποντὴ σωστή! Ποῦ νὰ χωθῇ; Οὔτε δέντρο, οὔτε καλύβα, οὔτε σπηλιὰ βλέπει γύρω. Νὰ τρέξῃ γιὰ τὸ χωριὸ ἔλειπε ὁ μισὸς δρόμος ἀκόμη· νὰ κατέβῃ πάλι στὸ καΐκι, τὸ ἴδιο. Στέκει δίβουλος καὶ ἄξαφνα τὸν παίρνουν τὰ γέλια. Κοιτάζει μήπως τὸν βλέπει κανένας στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργὰ καὶ γδύνεται σὰν τὸν Ἀδάμ. Ὀμορφοδιπλώνει τὰ ροῦχά του, χώνει τα στὸ μισοκοῖλι, φορεῖ τὸ μισοκοῖλι στὸ κεφάλι καὶ παίρνει δρόμο. Νὰ βραχῇ δὲν τὸν ἔμελλε. Τὸ δικό μας τομάρι βροχὲς καὶ μπόρες δὲ φοβᾶται· εἶνε ἀργασμένο. Τὸν ἔμελλε γιὰ τὰ ροῦχα του ποῦ τὰ εἶχε πρωτόβαλτα ὁ φουκαρᾶς.

Ἔπειτ’ ἀπὸ κάποια ὥρα στάθηκε ἡ βροχή. Στάθηκε ἡ βροχή, ντύνεται πάλι, παίρνει τὸ μισοκοῖλι στὸ χέρι καὶ πάλι δρόμο. Πρὶν φτάσῃ στὸ χωριὸ τὸν ἀπαντάει ὁ διάβολος.

— Γειά σου, πατριώτη.

— Γειὰ τῆς ἀφεντιᾶς σου, κὺρ διάολε.

— Ποῦθεν ἔρχεσαι;

— Ἀπὸ τὸ γιαλό.

— Καὶ ἡ βροχὴ ποῦ σ’ ἀπάντησε;

— Στὸ δρόμο.