Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/146

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
144Λόγια τῆς πλώρης

στὸν κύρη του ἢ νὰ μὴ γυρίσῃ καὶ κεῖνος. Τὶς πρῶτες μέρες δὲν εἶχε ὕπνο· δὲν εἶχε σὲ κανένα μπιστοσύνη. Ἀτοῦ! τὸ χέρι στὸ τιμόνι· τὰ μάτια στὰ οὐρανοθέμελα.

Οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν. Τοὺς πείραζε στὸ φιλότιμο.

— Τί διάβολο, καπετὰν Θύμιο, τσοπάνιδες εἴμαστε! τόλμησε νὰ τοῦ παραπονεθῇ μιὰ ἡμέρα ὁ γραμματικός. Δὲν πιάσαμε καὶ μεῖς τιμόνι, δὲν ἴδαμε μπούσουλα!…

Ἐκεῖνος τὸ αἰσθάνθηκε. Τὸν κοίταξε κατάματα καὶ δακρυσμένος γυρίζει καὶ τοῦ λέει:

— Συχώρα με τ’ ἀδέρφι· δὲ φταίω γώ. Σὲ γνωρίζω καλύτερό μου. Δὲ φταίω γώ· φταίει ἡ τύχη μου. Συλλογίσου καλά νὰ σπάσω καὶ τοῦτο!…

Δὲν κατέβηκε νὰ πλαγιάσῃ παρὰ ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὰ Μπουγάζια κι ἔβαλε γραμμὴ γιὰ τὴν Καληάκρια! Ἀνοιχτὴ θάλασσα τόρα, ἂς σκαμπανεβάζῃ ὅσο θέλει. Μακριὰ ἀπὸ ξέρες! Μὲ τὸ φοῦντο στὸ λιμάνι γράμμα τοῦ καραβοκύρη: «Ἀδερφὲ Βάραγγα· ἀφίχτημε καλὰ μὲ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Οὔτε σκοινάκι, δὲν κόπηκε»…

Ὅταν τελείωσε τὸ φορτίο καὶ πήραμε τὴν ἄγκυρα, ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος εἶπε τοῦ γραμματικοῦ:

— Τρέμουν τὰ νεφρά μου τ’ ἀδέρφι· τόρα εἶνε τὸ μεγάλο πήδημα.

— Ντροπή μας!… ἀποκρίθηκε θαρρετὰ ἐκεῖνος. Δὲν κοιτᾶς τί καιρὸ ἔχουμε; Διαμάντι.