Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/145

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακότυχος143

μεγάλη ἀγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ἦταν παραδομένα στὸ κῦμα καὶ κανένα δὲ συλλογιζόταν κανείς. Φαινότανε φυσικό. Ἀλλὰ τὸ μπάρκο τοῦ καπετὰν Δρακόσπιλου φαινόταν ἀφύσικο. Ἐκεῖνοι ποῦ ἦταν συγγενεῖς του καὶ κεῖνοι ποῦ δὲν εἶχαν κανένα, πάθαιναν τὸ ἴδιο.

— Ποῦ νὰ εἶνε τάχα ἡ «Παντάνασσα»; ρωτοῦσε στὸ συναπάντημά του ἕνας τον ἄλλον.

Στὰ καφενεῖα, στὰ κρασοπουλειά, στοὺς ταρσανάδες ἡ ἴδια κουβέντα. Ὁ Βάραγγας ἀπελπίστηκε. Δὲν ἔφτανε ἡ δική του στενοχώρια· εἶχε καὶ τὸν κόσμο. Ὅποιος τὸν ἔβλεπε, πρῶτο λόγο εἶχε νὰ τὸν ρωτήσῃ:

— Ἔ, τί μαντᾶτα; Εἶχες κάνα χαμπέρι ἀπὸ τὸ γαμπρό σου;

Ἄρχισε νὰ θυμώνῃ.

— Θὰ μὲ κάμουν νὰ μὴ βγῶ πιὰ στὸ δρόμο· συλλογίστηκε.

Ὅταν ὅμως λάβαινε γράμμα, ἔτρεχε νὰ τὸ διαβάσῃ στὸν καφενέ, στὰ κρασοπουλειά, στοὺς ταρσανάδες, νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι. Καὶ γράμματα λάβαινε συχνά. Ὅλοι γράφαμε. Τόσο οἱ ναῦτες ὅσο κι’ ὁ καπετάνιος. Καὶ γὼ ποῦ δὲν ἤξερα νὰ πιάσω τὴν πέννα, ἔβαλα τὸν γραμματικὸ κι’ ἔγραψε τρία γράμματα στὴ μάννα μου. Ἀπὸ κάθε πόρτο κι’ ἕνα γράμμα: «Σήμερα φτάσαμε στὸ τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε ἀπὸ τὸ τάδε μέρος. Τέτοιον καιρὸ εἴχαμε ὡς τὸν Καβομαλιᾶ· μὲ τέτοιον καιρὸ περάσαμε τὸν Καβομαλιᾶ.» Σωστὸ ἡμερολόγιο.

Ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος τὰ μάτια του τέσσερα. Τὸ εἶχε ἀπόφαση. Ἢ νὰ γυρίσῃ πίσω τὸ καράβι