λαν πολλοὶ νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὴ νέκρα του, νὰ τοῦ δώσουν δουλειά· ἔλα ὅμως ποῦ τρόμαζαν τὴν τύχη του! Δὲν ἦταν παῖξε-γέλασε. Καλὰ ἂν γύριζε πίσω τὸ πλεούμενο. Μ’ ἂν τὸ κάρφωνε σὲ καμιὰ ξέρα;
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔχτιζε τὴν «Παντάνασσα» ὁ γυναικάδερφός του στὰ Καταλόνια. Ὁ πρωπομάστορης ἔβαλε ὅλη του τὴν τέχνη νὰ τὸ κάμῃ γερό, κομψό, τέλειο· τὰ δάση ἔδωκαν τὰ καλύτερα ξύλα τους· οἱ μαστόροι κι οἱ καλαφάτες ὅλη τὴ μαστοριά τους. Ὁ Βάραγγας ξόδεψε ἀλύπητα. Πούλησε καὶ κάτι χωράφια ποῦ εἶχε προῖκα στὴ Γλύφα. Ἢ τοῦ ὕψους ἢ τοῦ βάθους· συλλογίστηκε.
Ἡ Χρυσούλα ρίχτηκε στὸν ἀδερφό της κολλιτσίδα:
— Λυπήσου τον· λυπήσου τὰ παιδιά μου! βάλε τον μέσα γρεντῆ.
— Μωρὲ ἀδερφή, τὸν λυποῦμαι, μὰ τί νὰ κάμω; ἔλεγε κεῖνος στενοχωρημένος. Βλέπεις ποῦ ξόδεψα τὰ μαλλοκέφαλά μου. Θὲς νὰ μὴν τὸ ξαναϊδῶ; Ἔχει κακοτυχιὰ ὁ ἄνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δὲν τὸν θέλει ἡ θάλασσα. Ἂς πιάσῃ στὴ στεριὰ δουλειὰ καὶ νὰ τὸν βοηθήσω ὅσο μπορῶ.
— Τί δουλειὰ νὰ πιάσῃ; ἐπίμενε κείνη κλαίοντας. Μπορεῖ νὰ κάμῃ ἄλλη δουλειὰ ὁ ναύτης; Ζῇ τὸ ψάρι ὄξω ἀπ’ τὸ νερό;
Θέλοντας καὶ μὴ τὸν ἔβαλε καπετάνιο στὴν «Παντάνασσα» τὸ Δρακόσπιλο.
— Τήρα, μωρὲ Θύμιο, τοῦ εἶπε πικρογελῶντας, ὅταν τὸν ἀποχαιρετοῦσε στὴν ἀνεμόσκαλα· τήρα νὰ μὴν τὸ κάμῃς μαδέρια καὶ τοῦτο.