Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/144

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
142Λόγια τῆς πλώρης

— Ἂν δὲν ἔρθῃ τὸ μπάρκο, δὲ θὰ ἔρθω καὶ γώ· ἀπάντησε κεῖνος.

— Ὄχι, καλήτερα νὰ ἔρθετε κι οἱ δυό.

Τόρα ἡ «Παντάνασσα» ἔτρεχε ὁλάρμενη στὸν Καβομαλιᾶ. Πηγαίναμε ἴσα στὸν Ποταμὸ γιὰ φορτίο. Τὸ κῦμα ἔτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, δροσόλουζε τὰ σμαλτωμένα πλευρά της, ἁρμονικὰ τὴ λίκνιζε. Ρίζι σκόρπιζε τὸ νερὸ ἡ πλώρη της. Ὁ ἄνεμος φούσκωνε τὰ ὁλοκαίνουργα πανιά, καμάρωνε τὰ σχοινιά, σφύριζε στοὺς μακαράδες, στὶς στραλιέρες, στὶς μοῦδες. Δίπλα πισωδρομοῦσαν οἱ στεριὲς καταπράσινες, ἔφευγαν τρεχᾶτες, ἔσβυναν τὴν ὥρα ποῦ ἄλλες ἔβγαιναν ἐμπρὸς γιὰ νὰ χαθοῦν καὶ κεῖνες κι’ ἄλλες νὰ φανερωθοῦν. Δέκα κόμπους ἔπαιρνε στὴν ὥρα. Ἔβλεπα τὰ γερά της δεσίματα, τὸ λυγερὸ σκαφίδι, λαμπάδες τὰ κατάρτια, τὸ γοργὸ τρέξιμο, τ’ ὀρθοπλώρισμά της καὶ τὴν καμάρωνα. Δὲν ἦταν καλύτερο μπάρκο σέ ὅλη τὴ Σφαῖρα! Τὰ βουνά, ἔλεγα, πρόβαιναν νὰ τὸ καλωσορίσουν· τὰ κύματα ἔτρεχαν νὰ στρωθοῦν στὴν καρίνα του.

— Τὴν τάδε ὥρα στὸν Καβογρόσο· λογάριαζε ὁ γραμματικός. Αὔριο πρωῒ στὸν Καβομαλιᾶ· αὔριο βράδυ στὸν Καβοντόρο· ἀντιμεθαύριο στὰ Δαρδανέλια· σὲ ὀχτὼ ἡμέρες στὸν Ποταμό.

— Καὶ ἂν τύχῃ καμμιὰ φουρτούνα; ἔκανε νὰ ψιθυρίσῃ κανεὶς ναύτης.

Ὅλοι γύριζαν καὶ τον κοίταζαν μὲ ἀγριεμένα μάτια: Μπὰ ποῦ νὰ δαγκώσῃ τὴ γλῶσσα του! Κοτάει μωρέ, ἡ φουρτοῦνα νὰ βγῇ σὲ τέτοιο ὀμορφοκάραβο!

Πίσω της ὅμως ἡ «Παντάνασσα» ἔβαλε ὅλους σὲ