Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/139

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ


Η «Παντάνασσα» τὸ νιόχτιστο μπάρκο τοῦ Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο, ἀρμένιζε μὲ φλόκους καὶ πανιὰ μέσα στὸν κόρφο τοῦ Γαλαξιδιοῦ. Ἔκανε τὸ πρῶτο ταξίδι του. Χτὲς πῆρε τὴ σαβοῦρά του, σύναξε ὅλες τὶς προμήθειες: ψωμί, τυρί, ἐλιές, παστὰ κρέατα, νερό, καφὲ καὶ ζάχαρη καὶ μὲ τὸ χάραμα ἔλυσε τὰ πρυμόσχοινα. Οἱ συντοπίτες ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, χυμένοι ἔξω στὸ ἀκρωτῆρι τὸ κοίταζαν, τὸ καμάρωναν καὶ τὸ καταβόδωναν μὲ τὴν ψυχὴ τρεμάμενη. Ἐμεῖς ἀπὸ μέσα δέκα ναῦτες, ὁ γραματικὸς ἕντεκα κι ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος δώδεκα μιὰ ματιὰ ρίχναμε στ’ ἄρμενα καὶ μιὰ στὴ στεριά.

— Καλὸ ταξίδι· καὶ καλὴ ἀντάμωση!…

— Ναί· καλὴ ἀντάμωση!…

Ὁ Μπουρίνας ὁ σκύλος μας ἔτρεχε ἀπάνω κάτω χαρούμενος καὶ κεῖνος. Μπλεκότανε στὰ πόδια μας, κατέβαινε στὴν πλώρη, ἔμπαινε στοῦ καπετάνιου τὴν κάμαρη, γύριζε στὸ μαγεριό, πηδοῦσε στὸ τσιμποῦκι καὶ γάβ! γάφ! ἀλύχταγε κατὰ τὶς στεριές, σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε καὶ κεῖνος:—Καλὲς ἀντάμωσες!

Ὁ οὐρανὸς καταγάλανος ἀπάνω· τὰ νησιά, τ’ ἀκρογιάλι γύρω ἥμερα καὶ γελαστά· ἡ θάλασσα χρυσά-