Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/140

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
138Λόγια τῆς πλώρης

χτινη. Πρύμος ἄνεμος φούσκωνε τὰ πανιὰ κι’ ἔσπρωχνε τὸ καράβι γοργὸ στὸ δρόμο του. Μὰ τί τὰ θές! Μὲ ὅλη τὴ χαρὰ ποῦ ἔδειχναν ψυχωμένα κι ἄψυχα γύρω, κάτι κρεμόταν ἀόρατο ψηλὰ καὶ κάθιζε μυλόπετρα στὴν ψυχή μας. Ἦταν ἡ πίκρα τοῦ χωρισμοῦ; Ἦταν ὁ φόβος τοῦ κίνδυνου; Ὄχι· δὲν τὸ πιστεύω. Ἂν ἦταν ἡ «Παντάνασσα» πρωτοτάδιξη ἐμεῖς εἴμαστε παλιοὶ θαλασσομάχοι. Ὁ Βάραγγας διάλεξε τὸν ἀθέρα γιὰ νὰ βάλῃ μέσα. Χρόνια, ταξίδια καὶ θαλασσοδαρμοὺς δὲν ἤξερε ποιὸς εἶχε τὰ περισσότερα. Κι’ οἱ ἀπέξω ποῦ μᾶς καταβόδωναν δὲν ἦταν ἄμαθοι. Χίλιες φορὲς εἶδαν τὸ μισεμὸ καὶ τὸ γυρισμό μας. Τά δάκρυα κι’ οἱ χαρὲς ἔχασαν το σύνορό τους σὲ κάθε ναυτότοπο. Τραγούδια καὶ μυρολόγια βρίσκονται ἀδερφωμένα, ὅπως τὸ κυπαρίσσι κι ἡ τριανταφυλλιὰ στὸ νεκροταφεῖο.

Δὲν ἦταν λοιπὸν ὁ μισεμός· ἦταν ἡ τύχη τοῦ πρώτου μας. Θαλασσινὸ σὰν τὸν καπετὰν Δρακόσπιλο δὲ γέννησε δεύτερο. Ζωντανὴ χάρτα ἦταν τὸ κεφάλι του. Ποῦ τὰ ρέματα, ποῦ ξέρες, ποῦ πάγκοι τὰ ἤξερε μὲ τὸ διαβήτη, σὲ Ἄσπρῃ καὶ Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ’ ἀκρωτήρια, τὶς λένες, τὰ ρίχη, τὰ πόρτα μποροῦσε νὰ τὰ εἰπῇ ἕνα κι’ ἕνα μὲ τὰ μίλια τους. Ἂν ρωτᾷς γιὰ τοὺς ἀνέμους; ἔνιωθε τὸ φύσημά τους τρεῖς ὥρες πρὶν κινήσει τὸ πρῶτο φύλλο. Θάλασσα, οὐρανός, στεριές, ἄστρα, σύννεφα, τοῦ ἥλιου ἀνατολὴ καὶ βασίλεμα δὲν εἶχαν γι’ αὐτὸν μυστικό. Μιλοῦσαν στὴν ψυχή του.

Καὶ δὲν τὸν ἔφταναν αὐτά· ἤθελε περισσότερα. Ἤθελε πάντα νὰ μαθαίνῃ τὰ μακρινά. Ὅπου δὲν