θάκι του ἥσυχος, σὰν ἀνασασμὸς βαλσαμόδεντρου. Γύρω τὸ σκοτάδι ἁπλωνόταν πίσσα. Κάτω στὸ χῶμα πλαγιασμένα τὰ ζωντανά, βώδια καὶ πρόβατα καὶ ἄλογα μαζί, ἔνιωθαν κάποια φρίκη νὰ χαμοπετᾷ πάνω τους, σύγκρυο νὰ τὰ περιγλείφῃ κι’ ἔμειναν ἄγρυπνα. Μὰ οὔτε βέλασμα οὔτε χλιμίντρισμα οὔτε βούγεμα ἠχολογοῦσε. Ἡ φάκνα ἔτριζε κάποτε· ἀλλὰ καὶ κείνη ἔμενε ξερομασημένη στὸ στόμα τους. Ἀπάνω ἡ σπηλιὰ μὲ τὸν οὐρανό της νεροστάλαχτο, μὲ τὰ πλευρά της αὐλακωμένα ἀπὸ τὶς νεροσυρμές, πράσινα ἀπὸ τὰ πολυτρίχια, σκισμένα ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ὄρνιου, τρύπια ἀπὸ τοῦ σφαλαγγιοῦ τὸ κεντρί, κλεισμένα μὲ τὸν πλοκὸ τῆς ἀράχνης, ξεθεμελιωμένα ἀπὸ τὸν ποντικό, ψήλωνε βουβὴ κι ἀτάραχη. Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ χαμηλὴ ἐμπατή, τὸ φῶς ἀστροστόλιστης νύχτας χυνότανε στὶς πλαγιὲς καὶ τὰ λακώματα. Οἱ κουρμάδες ἐκεῖ ψήλωναν λαμπάδες, μὲ τὰ καμαρωτὰ κλωνιά καρποφορτωμένα. Ἐκεῖ τ’ ἀμπέλια ἔδειχναν κλαδιὰ ἕτοιμα ν’ ἀνοίξουν μάτια χλωροπράσινα στὸ πρῶτο φύσημα τῆς ἄνοιξης. Ἐκεῖ ἀσπραργυρανθισμένες οἱ ἐληὲς λαγάριζαν ἀπὸ τόρα τὸ χυμὸ ποῦ θὰ καῇ θυσία στὸ νεογέννητο. Ἐκεῖ καὶ τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ μικρά, τετράγωνα, μὲ τὸ δῶμα πάνω καὶ τὴν πόρτα στὸ πλάγι, ἔλαμπαν στὸν ἀσβέστη, λὲς καὶ στολίσθηκαν νὰ καλωσωρίσουν Ἐκεῖνον ποῦ θὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ δόξα. Βαθειὰ ὁ Ἰορδάνης στέναζε μέσα στὴ χαλικοστρωμένη κοίτη του καὶ πρόσμενε μὲ τρόμο τὸ θεῖκὸ κορμὶ ποῦ θ’ ἅγιαζε τὰ νερά του. Δεξιὰ στὴ χούνη σὰν κατάρατο πνεῦμα βρουχιόταν ἡ Νεκρὴ Θάλασσα, λὲς κι’ εἶχε ἀκόμη μέσα της τὰ Σόδομα
Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/134
Εμφάνιση