Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/133

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Θεῖον ὄραμα131

ψόπητα, μᾶς ἄρχισε θρησκευτικὲς κουβέντες. Ἦταν θρῆσκος ὁ ἀγιοχώματος καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία δὲν τ’ ἄφινε ἀπὸ κοντά του. Ἀλήθεια στὰ ταξίδια του εἶχε πρόχειρα τὰ τροπάρια καὶ τὶς βλαστήμιες. Μὰ τόρα ποῦ ἔπαψε τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

— Δὲ μοῦ λές, εἶπε στὸν ἀδερφό μου τὸ μικρότερο, τί ὅραμα εἶδε ἡ Παναγία τὴ νύκτα ποῦ γέννησε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό;

Κόκκαλο ἐκεῖνος. Ρωτάει ἐμένα, τὸ ἴδιο.

— Ἄ, δὲν τὸ ξέρτε! πρόσθεσε μὲ ἥμερη φωνή. Μὰ δὲ φταῖτε σεῖς· φταίω γὼ ποῦ δὲ σᾶς τὸ ἔμαθ’ ἀκόμη. Ἔγινε πέρα στὴν Ἀνατολή, στὸν τόπο τὸν παράδοξο. Ποιὸ χρόνο δὲ σᾶς λέω. Φτάνει νὰ μετρήσετε τὸ φετεινὸ καὶ τὸ βρίσκεται ἀμέσως. Ἐκείνη τὴ νύχτα μιὰ γυναίκα συντροφιασμένη ἀπὸ τὸν τέχτονα τὸν ἄντρα της, στάθηκε μισοστρατὶς σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ γέννησε ἕνα παιδί. Φτωχὰ ἦταν τὰ ροῦχά της, ἡ ὄψη της πικραμένη· μὰ εἶχε κατιτί τόσο λαμπρὸ στὴ ματιά, ποῦ ἔλεγες θ’ ἀναστήσῃ καὶ τὴν πέτρα. Κάτω ἀπὸ τὸ γάλαζιο φόρεμα καὶ τὸ κόκκινο στηθοπάνι, τὸ κορμί φάνταζε λυγερό, ἄξιο γιὰ νὰ θρονιάσῃ μιὰ πάναγνη ψυχή. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸν ἄσπρο της κεφαλοδέτη τὰ μυγδαλωτὰ μάτια, τὰ φρύδια τὰ σμιχτά, τὸ λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι’ ἀπὸ τὰ χρυσᾶ στολίδια του, φανέρωναν τὴν αἰσθαντικὴ πηγὴ ποῦ θὰ σαρκώσῃ τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Καλοσύνη.

Γέννησε τὸ παιδί, τὸ βύζαξε, τὸ τύλιξε μὲ τὸ σάλι της καὶ τ’ ἀπίθωσε στὴ φάτνη, ἀπάνω στ’ ἄχυρα νὰ κοιμηθῇ. Σὲ λίγο ὁ ἀνασασμὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στη-