Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/119

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ καπετάνισσα117

Οὔτε καὶ διάβαινε στὸ νοῦ της τέτοιο κακό. Ὅταν συχνὰ-πυκνά συλλογιζόταν τὸ γαμπρό, ἔβλεπε πάντα ἕνα μεστωμένο καὶ γερὸ παλληκάρι χρόνων εἴκοσι, μὲ μουστάκι μαῦρο, δυνατὰ μπράτσα καὶ στῆθος πλατύ, ἀπαράλλακτο σὰν τὴ Μακεδόνα, ποῦ βάζουν στὴν πλώρη τους πολλὰ καράβια. Ἀλλὰ τόρα, μόλις εἶδε τὸν καπετὰν Παλούμπα καλοδέματον ἀληθινά, πάντα ὅμως ψαρομάλλη, ταμπακορούφη, σαλιάρη καὶ τέλος γέροντα, δὲ δίστασε νὰ δώσῃ ἀμέσως τὸ λόγο της. Γέροντας σοῦ λέει, μὰ καπετάνιος· καὶ καπετᾶνοι δὲ βρίσκονται κάθε μέρα στὸ νησί!

Ὁ καπετὰν Παλούμπας στεφανώθηκε τὴ Λενιὼ καὶ μόλις ἔφτασε στὴ Σύρα, ὁλάκερο βιὸς ξόδεψε γιὰ τὰ στολίδια της.

— Γυναῖκά μου, κυρά μου, ἀφέντρα μου! νὰ τὰ φορῇς νὰ χαίρεσαι· τῆς εἶπε δακρύζοντας ἀπὸ χαρὰ καὶ περηφάνεια, ὅταν τὴν εἶδε λαμπροστολισμένη σὰν τὴ Λιογέννητη. Ἂν δὲ σοῦ φτάνουν αὐτά, σοῦ παίρνω κι’ ἄλλα. Κι’ ἂν δὲν ἀρκοῦν καὶ κεῖνα, πουλῶ καὶ τὴ γολέτα μου, νὰ σὲ χρυσοντύσω σὰν τὴν Τηνιακιά.

Ἐκείνη δὲν εἶπε τίποτα, παρ’ ἀπόμεινε κοιτάζοντας τὰ φανταχτερὰ ροῦχά της. Καθρέφτης ὁ ἴσκιος της. Καὶ ὅταν ἀργὰ σήκωσε τὰ μάτια πάνω του, τὸ πικρὸ χαμόγελό της δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ, ἂν ἔβγαινε ἀπρόθυμη ἀπὸ τὸ νησί, ἢ ὅτι τῆς δῶσαν ἄντρα γέροντα.

Μέσα στὴ γολέτα εἴμαστε ὅλοι κι’ ὅλοι ἕξη νομάτοι. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸ γραμματικό του δυό· ἐγὼ καὶ τὸ ναυτόπουλο ἄλλοι δυὸ καὶ δυὸ ναῦτες Μυκωνιᾶτες.