Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/120

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
118Λόγια τῆς πλώρης

Ἄλλος κανείς. Μὰ ὁ γραμματικός, ὁ Πέτρος Ζούμπερος, ἦταν ὁ ναύτης μας, ὁ κυβερνήτης, ψυχὴ καὶ στόλος τῆς ὄμορφης γολέτας μας. Μόλις ἵδρωνε τὸ μουστάκι του. Τὰ μαῦρά του μαλλιὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὸ πλατὺ μέτωπο, ἀνέβαιναν στὴν κορφή, κατέβαιναν κατσαρὰ στὰ λαιμοτράχηλα, σὰν πολυτρίχι, ποὺ ζῇ δροσερὸ-μεταξωτὸ ἀπάνω σὲ μελαχροινὸ κεφαλοκόλωνο. Εἶχε τὰ μπράτσα δυνατά, πλατὺ τὸ στῆθος, ἄτρομο τὸ βλέμμα. Ἄν τὸν ἔβλεπε ἡ γριὰ μάννα τῆς Λενιώς, βέβαια θὰ γνώριζε τὸν ὀνειρεμένο της γαμπρό. Τὸν εἶδε ὅμως ἡ κόρη. Τὸν εἶδε καὶ τὸν γνώρισε γιὰ φαντασιὰ τῆς μάννας της, μπορεῖ καὶ γιὰ στοχασμὸ δικό της. Ἔβγαλε ἀμέσως τὰ μεταξωτά, ἔκλεισε τὰ χρυσαφικὰ σ’ ἕνα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κ’ ἔλαμψε στὸ κατάστρωμα, μὲ τὸ κόκκινο μεσοφόρι καὶ τὸν ἄσπρο σάκκο της. Ὠιμὲ τ’ ἦταν ἐκεῖνο! Τί πλάσμα ἦταν ἐκεῖνο, ποῦ ἔπεσε, δῶρο τ’ οὐρανοῦ ἢ τοῦ κυμάτου γέλασμα, στὸ ἄχαρο σκαφίδι μας! Ἄλλαξε ἀμέσως ἡ ἔρμη ζωὴ τοῦ ναύτῃ. Τὸ καράβι ἔγινε σπίτι της. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὥς τὸ βράδυ τὸ γύριζε τὸ στόλιζε, τὸ περιποιόταν σὰ νοικοκυριό της. Ἀνέβαινε στὸ κάσαρο, κατέβαινε στὴν πλώρη, συγύριζε τὰ φτωχόρρουχα στὰ γιατάκια μας· ἔμπαινε στὸ μεγεριό, ἔβγαινε στὸ τσιμποῦκι, νὰ δέσῃ μαζί μας τοὺς φλόκους. Τί ἤθελες καὶ δὲν ἔκανε τοῦ καθενός; Ποιὸς εἶχε ράψιμο νὰ τοῦ ράψῃ· ποιὸς μπάλωμα νὰ τὸν μπαλώσῃ· ποιὸς εἶχε λύπη στὴν καρδιὰ νὰ τὴ σηκώσῃ μὲ τὸ δροσᾶτο γέλιο της, μὲ τὸ γλυκόλογό της. Πουλάκι, θαρρεῖς, ἀγαπησάρικο καὶ ὀμορφόπλουμο, πέταξε ἀπὸ τὰ δέντρα τῆς Παράδεισος στὴν κούρνια