Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/114

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
112Καβομαλιᾶς

τῆρι ἄφταστο στὴ θάλασσα καὶ πουλί πετούμενο στὸν ἀγέρα. Εἶχε κλεισμένα μέσα της ἑφτὰ φουσᾶτα ξωτικῶν· τὸ ἕνα φουσᾶτο φοβερώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ μὲ κεῖνα ἔλεγε νὰ γιατρέψῃ τὴν Γκιουλχανούμ. Πιάνει γοργὰ κι’ ἀνοίγει τὴν κασσέλα· χύνει ἔξω ὅλα τὰ ξωτικά. Καθὼς τὰ ἔχυσε, κάποιο βαθὺ βογγιτὸ ἀκούστηκε καὶ τὰ ὄρη γύρω ἄρχισαν νὰ χτυπιῶνται σὰ δαιμονισμένα.

Πέρασαν τέλος τὰ τρία μερονύχτια, ἔγινε καλὰ ἡ μπεοπούλα. Ὄχι μόνον ἔγινε καλά, μὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ γλυκειὰ καὶ δροσερὴ ἀπὸ πρωτήτερα. Οἱ δύστυχοι γονεῖς κατάντησαν τρελλοὶ ἀπὸ τὴ χαρά τους· δὲν ἤξεραν μὲ τί τρόπο ν’ ἀντιπληρώσουν τὸ γέροντα. Μὰ ἐκεῖνος δὲ φρόντιζε γιὰ τέτοια. Ἔτσι ἦρθε· ἤθελ’ ἔτσι καὶ νὰ φύγῃ. Ἄρχισε νὰ μαυλίζῃ τὰ φουσᾶτα γιὰ νὰ τὰ κλείσῃ πάλι στὴν κασσέλα. Μὰ κεῖνα δὲ θέλουν νὰ τὸν ἀκούσουν. Μαυλίζει, ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως θύμωσαν μὲ τὰ λόγια του καὶ ρίχθηκαν λυσσασμένα, κάνοντας ἄνω-κάτω τὸν τόπο περίγυρα. Ἄκουες φωνές, κλάματα, βρισές, βλαστήμιες, δοντοτριξίματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιὰ καὶ λαγοῦτα, συγκρατητὰ σφυρίγματα. Ὁ ἀέρας γέμισε ἀπὸ γλῶσσες ἀόρατες, ποῦ καθεμιὰ εἶχε καὶ τὸ σκοπό της. Ἔκανες ἐδῶ, ἄκουες τ’ ὄνομά σου· ἔκανες ἐκεῖ, ἔχανες τὴ σκούφια σου. Ἔσκυφτες χάμω κι’ ἔνιωθες ἄξαφνα φοβερὴ σφήνα νὰ σοῦ χωρίζῃ τὰ μηριά. Βρέθηκαν ἄνθρωποι ποῦ γύρισαν μέρα - μεσημέρι θεόγυμνοι στὰ σπίτια τους. Τὰ χωριὰ ρήμαξαν· οἱ κάτοικοι σφιχτομανταλώθηκαν· τὰ ζωντανὰ δὲν ἔτρωγαν τὸ