Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/112

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
110Λόγια τῆς πλώρης

βωνιάσουν τὴ Γκιουλχανούμ. Ἀλλὰ ὁ Μπέης, ὅταν ἀποφάσισε νὰ τὴν παντρέψῃ, δὲν ἦβρε καλύτερο ἀπὸ τὸ Μωσᾶ Μπαρδούνια, τὸν ξακουσμένο Μπέη τῶν Μπαρδουνοχωριῶν. Μὲ κεῖνον τὴν ἀρρεβώνιασε.

Ἄχ! κακὸ μάτι παράστεκε στὴ χαρὰ τῆς ἄμοιρης. Δὲν πέρασαν τρεῖς μέρες κ’ ἔπεσε στὸ κρεβάτι χτυπημένη ἀπὸ κρυφὴ καὶ ἄσχημη ἀρρώστια. Τρέχουν ἀμέσως οἱ διαλαλητάδες ὁλοῦθε, σὲ Μωριᾶ καὶ Ρούμελη, στὰ Δωδεκάνησα καὶ τὰ Φραγγονῆσα, στὴν Πόλη καὶ τὴ Βενετιά, διαλαλοῦν καὶ λένε:—Ὅποιος βρεθῇ καὶ γιατρέψῃ τὴ μπεοπούλα τοῦ Φαρακλοῦ θὰ τὸν ντύσῃ στὸ μάλαμα ὁ Μπέης, ὁ ἀφέντης της, καὶ στ’ ἀσημάρματα ὁ Μωσᾶ Μπαρδούνιας, ὁ ἄντρας της!…

Τὸ ἀκοῦν καὶ τρέχουν οἱ γιατροὶ μὲ τὰ γιατροσόφια, οἱ γιάτρισσες μὲ τὰ βότανα, οἱ δερβισάδες μὲ τὰ ξόρκια, οἱ παπάδες μὲ τὰ τετραβάγγελα καὶ τὰ θαματουργὰ εἰκονίσματα. Μὰ ὅλοι τίποτα δὲ μποροῦν νὰ κάμουν στὴν πικρὴ ἀρρώστια τῆς πεντάμορφης! Λυώνει καὶ σβύνει σὰν τὸν ἀνθὸ στὸ ἀνθογυάλι του. Πᾶνε τὰ κάλλη, πᾶνε καὶ τ’ ἀρώματα. Μέσα στὸ ἀπόμερο δωμάτιο τοῦ πύργου, τὸ στρωμένο μὲ χνουδωτοὺς τάπητες, στὸ ἁπαλὸ κρεβατοστρῶσι ἀπάνω, δράκοι παλαίβουν δυνατὰ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της. Ἀπάνω της σκυμένοι, ἀχνοὶ κι’ ἄλαλοι παραστέκουν οἱ γονεῖς, ἀνίκανοι νὰ βοηθήσουν τὴν κόρη στὸ χαροπάλαιμα. Καὶ δὲν ἀκούεται ἄλλο μέσα στὸ θλιμμένο δωμάτιο, παρὰ τὸ ἀνάλαφρο ἀγγομαχητὸ τὴς μπεοπούλας, σὰν φτεροκόπημα ψυχῆς.

— Ἐκείνη τὴν ὥρα μπαίνει ἕνας καὶ κράζει τὸ Μπέη παράμερα: