Κάντζον, αἰχμαλωτισθέντα εἰς Καματερὸν ἐπὶ τῆς δυστυχοῦς ἐκστρατείας τοῦ Μπούρμπαχη, ὁ ἀριθμὸς τῶν φονευθέντων ἐχθρῶν ἀνέβη εἰς τριακοσίους, τῶν δὲ πληγωθέντων εἰς τοὺς πεντακοσίους.
Ἡ εἴδησις τῆς νίκης ταύτης, διασπαρεῖσα τάχιστα, ἐνεθάῤῥυνε πολλοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐτόλμησαν ν’ ἀκολουθήσωσιν ὅταν ἔγεινεν ἡ ἐκστρατεία. Συνερχόμενοι λοιπὸν οὗτοι καθ’ ἡμέραν, ηὔξανον ἐπαισθητῶς τὸ Ἑλληνικὸν στρατόπεδον. Ὁ δὲ ἀρχηγὸς ἐνησχολεῖτο ἀδιακόπως εἰς τὸ νὰ ἐμψυχώνῃ τὸ στράτευμα, νὰ ὀχυρώνῃ τοὺς προμαχῶνας καὶ νὰ ἔχῃ τοὺς στρατιώτας εἰς παντοτεινὴν σχεδὸν κίνησιν καὶ ἅμιλλαν. Ὅθεν μίαν ἑσπέραν διέταξε τοὺς εἰς Μετόχιον νὰ ἐξέλθωσιν εἰς πόλεμον κατὰ τῶν πλησιεστέρων εἰς αὐτοὺς ἐχθρικῶν προμαχώνων μὲ σκοπὸν ἀντιπερισπασμοῦ· αὐτὸς δὲ μὲ ἑκατὸν πενῆντα ἐκλεκτοὺς στρατιώτας ἐκίνησε μὲ σκοπὸν νὰ εἰσπηδήσῃ εἰς ἕνα προμαχῶνα, ὅθεν ἠδύνατο, ἄν τὸν ἐκυρίευον, νὰ βλάπτωσι σημαντικὰ τὸν ἐχθρόν.
Ἐπροχώρησαν μὲ ταχύτητα καὶ ὁρμὴν πολλὰ πλησίον τοῦ ἐχθρικοῦ προμαχῶνος, ἀλλὰ μὴ δυνηθέντες νὰ ἐξώσωσι τοὺς ἐχθροὺς ἐξ ἐφόδου, ἠναγκάσθησαν νὰ σταθῶσιν εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον πιάσει περὶ τὸν προμαχῶνα θέσιν. Μὴ δυνάμενοι δὲ νὰ βλάψωσι διὰ τῶν πυροβόλων τοὺς ἐχθρούς, μετεχειρίσθησαν τὰς πέτρας, κτυπούμενοι ὅμως καὶ αὐτοὶ μὲ πέτρας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ ἐβλάφθησαν ὁπωσοῦν, καὶ ἰδόντες ἓν σῶμα πολυάριθμον Ἀλβανῶν ἐρχόμενον εἰς βοήθειαν τῶν ἀποκλεισμένων, ἠναγκάσθησαν ν’ ἀναχωρήσωσιν, ἀφ’ οὗ ἐφονεύθη ὁ Σκαμπαρδώνης καὶ ἐπληγώθησαν καὶ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται.
Βλέπων δὲ ὁ Καραϊσκάκης ὅτι τὸ Μετόχιον ἦτον θέσις ἁρμοδιωτάτη πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοπέδου, ἀπεφάσισε καὶ τὸ ὠχύρωσε μὲ δύω ἔτι προμαχῶνας, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ ἀριστερῶν. Ὅταν ἡσύχαζον τὰ στρατεύματα, ἐσυνείθιζον νὰ κάμνωσι μεταξύ των διάφορα ἐρωτήματα. Ἐξετάζοντες λοιπὸν μίαν ἡμέραν οἱ ἐχθροὶ ποῖος τῶν ἀξιωματικῶν Ἑλλήνων ἦτον εἰς ἕκαστον ὀχύρωμα, ἐρώτησαν καὶ περὶ τοῦ ὀχυρώματος εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον ὁ Βάσος· καὶ ὅταν ἔμαθον τοῦτο, ἀπεκρίθησαν περιφρονητικῶς ὅτι «αὐτὸς εἶναι δι’ ἡμᾶς». Ὁ Βάσος, μὴ ὑποφέρων τὴν περιφρόνησιν ταύτην, ἠθέλησε νὰ πράξῃ κἀνὲν ἔργον, δι’ οὗ ν’ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν κατ’ αὐτοῦ ἰδέαν τῶν ἐχθρῶν, καὶ οὕτω διευθυνθεὶς πρὸς τὸν Καραϊσκάκην ἐζήτει νὰ διορισθῇ εἴς τινα ἐπικίνδυνον θέσιν, ὅπου πολεμῶν ἢ ν’ ἀποθάνῃ ἐνδόξως, ἢ ν’ ἀνακτήσῃ τὴν βλαφθεῖσαν ὑπόληψίν του. Πειθόμενος ὁ ἀρχηγὸς εἰς τὴν αἴτησίν του τὸν διώρισε νὰ ὑπάγῃ διὰ νυκτὸς νὰ τοποθετηθῇ εἰς τὴν κορυφὴν ἑνὸς λόφου πλησίον τῶν ἐχθρικῶν προμαχώνων καὶ νὰ κατασκευάσῃ καὶ ὀχύρωμα.