Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/66

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
64
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

θησαν ἕως δέκα, ἐν οἷς καὶ εἷς εὐνοούμενος ὑπηρέτης τοῦ Μουσταφάμπεη, ἐπληγώθησαν δὲ ἕως τριάκοντα.

Οἱ Ἕλληνες μὴ ἔχοντες ἀποσκευὰς μαζύ των καὶ ὄντες γυμνοὶ, καθὼς ἐκίνησαν ἀπὸ Δίστομον, δὲν ἠμπόρεσαν διὰ τὴν ὑπερβολικὴν ψύχραν νὰ διαμείνωσιν εἰς τὴν πολιορκίαν. Κατ’ ἀρχὰς ἐσυναλλάχθησαν, ἀλλ’ ἔπειτα μὴ δυνάμενοι ν’ ἀπαντήσωσι τὸ κρύος οὐδὲ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἄφησαν διόλου τὴν πολιορκίαν καὶ μετέβησαν εἰς τὰς οἰκίας τῆς Ἀράχωβας, ὅπου διενυκτέρευσαν ἄγρυπνοι, ἀπαντῶντες τὴν ὑπερβολὴν τοῦ κρύους μὲ τὰς φωτίας καὶ τὸν οἶνον [1]. Οἱ Τοῦρκοι τὴν νύκτα ἐκείνην ἠδύναντο ν’ ἀναχωρήσωσιν ἀβλαβεῖς ἢ μὲ ὀλίγην ζημίαν πρὸς ὅποιον μέρος ἤθελον ἀποφασίσει· ἀλλ’ οἱ ἀρχηγοί των δὲν κατεδείχθησαν· ἔγραψαν δὲ εἰς ὅλα τὰ πέριξ ἐχθρικὰ στρατόπεδα καὶ εἰς τὸν ἴδιον Κιουταχῆν νὰ τοὺς πέμψωσιν ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον νέας δυνάμεις διὰ νὰ διορθώσωσι τὸ συμβὰν εἰς αὐτοὺς ἀτύχημα. Πρὸ πάντων ἐπέμεινεν ὁ Κεχαγιάμπεης, ὢν φιλότιμος καὶ ἐπιστηριζόμενος εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην τοῦ Κιουταχῆ.

Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, πρὶν ἀκόμη ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, ὁ Καραϊσκάκης ἐτοποθέτησε περὶ τοὺς ἐχθροὺς ὅλον τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα, τὸ ὁποῖον δὲν τοὺς ἄφινε πλέον οὐδὲ κεφαλὴν νὰ προβάλωσιν ἔξω ἀπὸ τὸ ὀχύρωμά των. Ἀφ’ οὗ δὲ συνήχθησαν εἰς Ἀράχωβαν καὶ ὅσοι εἶχον ἀπομείνῃ εἰς Δίστομον καὶ ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Σαλώνων καὶ ἦλθε καὶ ὁ Δ. Μακρῆς μὲ τοὺς περὶ αὐτόν, ὁ Καραϊσκάκης ἀπέστειλε μέρος τοῦ στρατεύματος εἰς Ζεμενὸν καὶ μέρος εἰς τὴν ὁδὸν τὴν φέρουσαν εἰς τὸ μοναστήριον τῆς Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ ἐμποδίσωσι τὰς βοηθείας, αἱ ὁποῖαι ἔμελλον νὰ ἔλθωσιν εἰς τοὺς ἐχθρούς. Ἅμα ἔφθασεν εἰς τὰ διάφορα Τουρκικὰ στρατόπεδα ἡ εἴδησις τοῦ ἀποκλεισμοῦ τοῦ Μουσταφάμπεη καὶ Κεχαγιάμπεη καὶ αἱ προσκλήσεις αὐτῶν διὰ νὰ δράμωσιν εἰς βοήθειάν των, διάφορα σώματα ἐκίνησαν πρὸς Ἀράχωβαν· καὶ ἀπὸ μὲν τὸ μέρος τοῦ Ζεμενοῦ ἤρχοντο ἕως ὀκτακόσιοι Τοῦρκοι ὁδηγούμενοι ἀπό τινα Ἀμπτουλᾶν Ἀλβανόν. Οἱ φυλάττοντες τὴν διάβασιν ταύτην Ἕλληνες ἀποσυρθέντες εἰς τὰς δύω πλευράς, ἄφησαν τοὺς ἐχθροὺς νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸ στενόν, ἔπειτα ἐφορμήσαντες ἀπὸ τὰς δύω πλευρὰς τοὺς ἔτρεψαν εἰς φυγήν· ἐφόνευσαν ὑπὲρ τοὺς πεντήκοντα, ἥρπασαν μερικὰ φορτία καὶ τοὺς λοιποὺς κατεδίωξαν ἱκανὸν διάστημα πρὸς τὴν Δαύλειαν. Οἱ δὲ διὰ τοῦ μοναστηρίου τῆς Ἰερουσαλὴμ ἐρχόμενοι δὲν ἐτόλμησαν οὐδὲ κἂν νὰ δοκιμάσωσι τὴν διάβασιν, ἀλλ’ ἐλθόντες εἰς λόφον


  1. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου φυγόντες βιαίως ἀπὸ τὰς οἰκίας των, εἶχον ἀφήσει τὰ κρασιά των καὶ ὀλίγα τρόφιμα.