ἀνεχώρησαν ἀπὸ Ἐλευσῖνα περὶ τὰ μεσάνυκτα καὶ μετέβησαν εἰς Σαλαμῖνα [1].
Ὁ Καραϊσκάκης συντροφευμένος ἀπὸ τοὺς σημαντικωτέρους ἀξιωματικοὺς ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἐσυνείθιζον νὰ θέτωσι τὴν νυκτερινὴν ἐμπροσθοφυλακήν, καὶ ἀνάψαντες φωτίας διενυκτέρευσαν ἐκεῖ διὰ νὰ δώσωσι τρόπον τινὰ θάρρος εἰς τοὺς δειλιάσαντας στρατιώτας. Μ’ ὅλα ὅμως τὰ μέτρα ταῦτα, μόλις ἔμειναν εἰς τὸ στρατόπεδον οἱ σημαντικώτεροι ἀξιωματικοὶ καὶ ἕως τριακόσιοι στρατιῶται, καὶ οὗτοι δὲ ἀφοῦ τοὺς παρεκάλεσε θερμῶς ὁ Καραϊσκάκης νὰ διαμείνωσιν εἰς τὸ στρατόπεδον τὴν νύκτα ἐκείνην διὰ νὰ μὴ φύγωσιν μὲ καταισχύνην, καὶ τοὺς ὑπεσχέθη ὅτι συγκατατίθεται ν’ ἀναχωρήσωσι τὴν ἑπομένην ἡμέραν. Μ’ ὅλα ταῦτα ὁ Καραϊσκάκης μὴ ἔχων ἀπόφασιν ν’ ἀναχωρήσῃ, ἐκτὸς ἐὰν ἔβλεπε σημαντικὴν ἐχθρικὴν δύναμιν, ἐπροσπαθοῦσε νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς μείναντας ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιώτας, καὶ οἱ λόγοι του (ἀφ’ οὗ προϊούσης τῆς ἡμέρας ἄρχισε νὰ διαλύεται κατ’ ὀλίγον ὁ φόβος, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀποκαταστήσει μεγαλήτερον τὸ βαθὺ τῆς νυκτὸς σκότος) ἔκαμαν τοιαύτην προσβολήν, ὥστε μ’ ὅλον ὅτι ἐφάνησαν ἐρχόμενοι οἱ ἐχθροί, αὐτοὶ δὲν ἐσυλλογίζοντο πλέον διὰ φυγήν, ἀλλ’ ἑτοιμάζοντο δι’ ἀντίκρουσιν. Οἱ ἐχθροὶ ἐπλησίασαν ἕως βολῆς τουφεκίου εἰς τὸ Ἑλληνικὸν στρατόπεδον, καὶ ἀφ’ οὗ ἕκαμάν τινας ἀποπείρας καὶ εἶδον ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν φεύγουσιν, ἀνεχώρησαν ὀπίσω εἰς τὰς Ἀθήνας. Ὅλοι ἀπέδωκαν εἰς μόνον τὸν Καραϊσκάκην τὴν διατήρησιν τοῦ στρατοπέδου, καὶ οἱ διαμείναντες ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται εὐχαριστήθησαν πολλὰ διότι ἐπείσθησαν εἰς τὴν γνώμην αὐτοῦ καὶ δὲν ἀνεχώρησαν. Ὁ Καραϊσκάκης ἔγραψεν ἀμέσως ἀναφορὰν εἰς τὴν Κυβέρνησιν ἐναντίον τῶν πρωταιτίων τῆς λειποταξίας. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ μετανοήσαντες ἐζήτησαν τὴν συγχώρησιν, δὲν ἐνέκρινε νὰ ἐπιμείνῃ, καὶ οὕτως εἰς ὀλίγας ἡμέρας συνῆλθον πάλιν ὅλοι εἰς τὸ στρατόπεδον.
Οἱ ἐν τῷ φρουρίῳ ἀπελπισθέντες τοῦ νὰ ἰδῶσι τὴν πολιορκίαν διαλυομένην ὀγλίγωρα, ἔλαβον ὑποψίαν ὅτι ἡ σταθερότης καὶ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Κιουταχῆ θέλει ἀποκλείσει τὸ φρούριον ὡς καὶ τὸ Μεσολόγγιον. Καὶ καθὼς φυσικὰ συμβαίνει εἰς τοὺς ἀποκλεισμένους, αἰσθανόμενοι ὡς καὶ τῶν μικροτάτων πραγμάτων τὴν ἔλλειψιν καὶ δυσαρεστούμενοι, κατέφυγον εἰς τὴν ζήτησιν τῶν μισθῶν των, πρόφασιν εἰς τὴν ὁποίαν καταφεύγουσιν, ὅταν πλησιάζῃ ὁ κίνδυνος, ὅλοι ὅσοι δὲν κινοῦνται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τῆς φιλοτιμίας [2]. Ὁ δὲ φρούραρχος, μὴ δυνάμενος ν’ ἀναβάλῃ τὴν ἐπίμονον