— Καλὲ τί λέγεις; ἀστεΐζεσαι; ἐγὼ ἀνίκανος ποῦ αἰσθάνομαι τόση φλόγα καὶ ζωὴ στὰ στήθη μου;
— Ἄμε νά χαθῇς, βλᾶκα! μοῦ εἶπε καὶ μοῦ ἔστρεψε τὰ νῶτα....
Ἐνεγράφην εἰς τὸ πεζικόν.
Ὁ ἐπιλοχίας μὲ παρέλαβε μετ' ἄλλων εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ τάγματος διὰ νὰ μᾶς ἐνδύσῃ τὴν στολὴν τοῦ στρατιώτου.
Μὲ ἔχωσαν ἐντὸς πολυπτύχων σάκκων, μοῦ ἐφόρτωσαν ἓν ζεῦγος ἀρβυλῶν εἰς τοὺς πόδας, ζυγίζον ὑπὲρ τὴν ὀκᾶν, καὶ ἐπέθηκαν μετέωρον ἓν πιλίκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου.
— Ἰδοὺ ἡ στολή σου! μοὶ εἶπον.
Στολή, ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς ὁποίας θὰ ηὐτοκτόνει βεβαίως ὃ κ. Λαμπίκης.
— Κύριε λοχία.... — ἀπεπειράθην νὰ παρατηρήσω.
— Σούτ! τσιμουδιά! αὐτὸ θὰ 'πῇ στρατιώτης! νὰ δὰ ἡ ὥρα νὰ σοῦ πάρωμε καὶ μέτρο! Καλὸ-κακὸ, σὺ δὲν ἔχεις δικαίωμα, νὰ ἐξετάσῃς!
Εἶχε δίκαιον.
Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἐδιδασκόμην ὅτι ὃ πολίτης ἅμα σαβανωθῇ ἐντὸς τῆς στρατιωτικῆς στολῆς, παύει νὰ ἧνε πρόσωπον καὶ γίνεται ἔπιπλο, διὰ νὰ μὴ εἴπω κολοκῦθι!
Ἐγὼ τοὐλάχιστον ἤμην — ἂν ὄχι μηδενικὸν — ὁ ἀριθμὸς 47 τοῦ λόχου.
— Ἀριθμὸς 47!
— Παρών! — ἔπρεπε νὰ φωνάξω.
Ὁ κύριος λοχίας εἶχε τὸν στρογγύλον καὶ εὐώδη ἀριθμὸν 100, πολύ δικαίως, διότι — πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσω — ποτὲ δὲν μᾶς ἔδερνε κατὰ τὸ μάθημα τῆς θεωρίας.
Εἰς τὸν στρατῶνα, ὅπου τὸ ἑσπέρας ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, φαίνεται ὅτι δὲν ἐστρατωνίζετο μόνον τὸ τάγμα μου, ἀλλὰ καὶ ἄπειρα ἄλλα τάγματα καὶ συντάγματα... κορέων αἱμοδιψῶν.
Ἓν σύνταγμα τοὐλάχιστον κατηυλίσθη ὅλην τὴν νύκτα ἐπὶ τοῦ σώματός μου.