ἐγνώριζεν ὁ ἀτυχὴς ὅτι ὑπάρχει ἓν ἰατρικὸν δι’ ὅλα ταῦτα, ὅτι ἠδύνατο νὰ κατασιγάσῃ ὅλην τὴν καταιγὶδα τῆς ἀξιοτίμου κυρίας του μόλις λαμβάνων εἰς χεῖρας τὸ μαγικὸν ἐκεῖνο σκῆπτρον, τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι θὰ ἐγίνετο μάλιστα προσφιλέστερος, ἀλλὰ τῷ ἔδενε τὰς χεῖρας ἡ φοβερά, ἡ ἀπαισία, ἡ τυραννικὴ ἀπαγόρευσις.
Μίαν ἡμέραν ὁ Ἀδὰμ ἐθύμωσε πολὺ. Τὴν αἰτίαν τοῦ θυμοῦ του ἀφίνομεν εἰς τοὺς ἀρεσκομένους νὰ λέγωσι καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνωσι κακὰ λόγια.
Ἐθύμωσε ὅσον δὲν εἶχε ποτὲ θυμώσει· τὸ αἷμά του ἀνέβη εἰς τὴν κεφαλήν του, οἱ ὀφθαλμοί του ἐκοκκίνισαν, ἔγινε θηρίον τέλος πάντων.
Νὰ ἐκραγῇ εἰς ὕβρεις καὶ φωνὰς δὲν ἠδύνατο διότι ἠγνόει πᾶσαν γλῶσσαν μὴ ἐξαιρουμένης καὶ τῆς Ἑλληνικῆς. Πινάκια, ποτήρια δὲν εἶχε νὰ σπάσῃ. Καπνὸν νὰ πίῃ ἵνα δι’ αὐτοῦ διαλύσῃ τὴν ὀργήν του δὲν εἶχε, ἢ μᾶλλον δὲν εἶχε σιγαρόχαρτον ἔστω καὶ ἀφορολόγητον. Καφὲν εἶχεν ἐπίσης ἀλλὰ οὔτε ζάχαριν οὔτε... καμινέτο.
Ἔστρεψεν ἐδῶ, ἔστρεψεν ἐκεῖ ζητῶν βοήθειαν· ἡ ὑπομονή του εἶχεν ἐξαντληθῆ ἀλλ’ ἡ ὀργή του ἐπετείνετο. Αἴφνης βλέπει πάλιν τὴν Εὔαν. Τότε ἡ ὀργή του ἐκορυφώθη, ἐλησμόνησε καὶ ἀπαγόρευσιν καὶ σύνταγμα καὶ μετὰ ἓν δευτερόλεπτον — κατὰ τὸν ἡλιακὸν τοῦ παραδείσου — μεγάλη καὶ σεβαστὴ ῥάβδος ἀνήρχετο καὶ κατήρχετο ἐπὶ τῆς ἑτέρας τῶν πλευρῶν του... τῆς Εὔας. Καὶ αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἦτο τὸ σκῆπτρον τοῦ τέως μονάρχου Ἀδάμ, αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἦτο τὸ ἀντιφάρμακον τοῦ συντάγματός του, αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἦτο καὶ εἶνε τὸ ξύλον τῆς γνώσεως.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ γνώμη μου ὅτι τὸ ξῦλον τῆς γνώσεως εἶνε τὸ ξύλον, ὅπερ μετὰ τόσους αἰώνας ἀπὸ τῆς ἐγκαινίσεώς του δὲν ἀπώλεσεν ἀκόμη οὐδὲ τὸ ὄνομα οὐδὲ τὰς θαυματουργοὺς ἰδιότητάς του.