Ἆ!
Γιατὶ, γιατὶ, βαρυαναστενάζεις;
Ἀμ’ εἶνε ζωὴ αὐτὴ;
Τί ἔχεις; δὲν εἶσαι εὐτυχισμένη;
Εὐτυχισμένη λέει; Ποιὸς ἔχασε τὴν εὐτυχία γιὰ νὰ τὴν εὕρω ’γώ;
Τὶ λὲς, Στυλιανή μου; ἔχεις κανένα παράπονο μὲ τὸν ἄντρα σου;
Ἆ, ὁ καϋμένος! καλλίτερος ἄντρας δὲν ’μπορεῖ νὰ γείνῃ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Λοιπὸν; ποῦ εἶναι ἡ δυστυχία σου; [Βλέπων αὐτὴν κλαίουσαν]. Μὰ τί κλαῖς; τί σοῦ λείπει; Ὅλα τἄχεις, ἀφοῦ καλλίτερος ἄντρας δὲν ’μπορεῖ νὰ γείνῃ ’ς αὐτὸν τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Τάσσο. Στὸ σπίτι δὲν εἶχες τὰ καλὰ ποῦ ἔχεις ἐδῷ. Εἴχαμε τὴν ἀτυχία νὰ χάσουμε τοὺς γονιούς μας μικρὰ παιδιὰ, σᾶς ἐμεγάλωσα ἐγὼ, σ’ ἐπάντρεψα, ζῇς εὐτυχισμένη τί παραπάνω θέλεις;
Τί θέλω;
Ναὶ, πές μου τὶ σοῦ λείπει νὰ σοῦ τὸ δόσουμε. Ἂν δὲν ’μπορῇ ὁ ἄνδρας σου ἕνας, πέντε ἀδέρφια εἴμαστ’ ἐμεῖς καὶ ὁ διάβολος νὰ σκάσῃ κἄτι θὰ καταφέρουμε.
Οὔτε ὁ ἄντρας μου, οὔτ’ ἐσεῖς θὰ ’μπορέσετε ποτὲ νὰ μοῦ δώσετε ἐκεῖνο ποῦ θέλω καὶ γι’ αὐτὸ θὰ εἶμαι πάντα δυστυχισμένη.