Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/14

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
510
ΕΣΤΙΑ


γραπτοῦ λόγου καταληπτότεροι ἢ διὰ τῆς ἀριστοφανείου διατυπώσεως βρεκεκὲξ κοὰξ κοὰξ. Ἡ δὲ συμφωνία αὕτη μοι ἐνεποίησεν ἡδονήν τινα ἣν μόνον ἐνθουσιώδης ἑλληνιστὴς θὰ δυνηθῇ νὰ ἐκτιμήσῃ. Τὸ δὲ ᾆσμα τῶν λιμναίων τούτων τέκνων μοὶ παρέσχεν ἀκολούθως εὐχαριστοτάτην ἀνακούφισιν κατὰ πολλὰς ἀνιαρὰς πορείας ἀνὰ τὰ ἑλώδη πεδία τῆς παραλίας τῆς Ἤλιδος.»

Τέλος δ’ ἐν τῇ συγγραφῇ τοῦ Clark περὶ Πελοποννήσου εὗρον τὴν ἑξῆς περιγραφὴν περὶ τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τῆς Λέρνης εἰς τὸ ἀργολικὸν πεδίον. «Πλῆθος βατράχων προσέβαλεν ἡμᾶς μετὰ προπετοῦς μέλους ἐν ἤχοις ὀξυτέροις καὶ τραχυτέροις τῶν τῶν ἀγγλικῶν βατράχων. Ἄρχονται δὲ οὗτοι ἀπὸ ἀνάρθρου προπαρασκευαστικοῦ ἤχου ὁμοίου πρὸς τὸ ἤχημα παλαιοῦ ὁλλανδικοῦ ὡρολογίου ὑποστένοντος ἐν τῷ ἀγῶνι νὰ σημάνῃ τὴν ὥραν καὶ τελειόνουσιν ἐν διαδοχῇ παταγωδῶν κοασμάτων. Ἡ γλῶσσα τῶν βατράχων τούτων δέν δύναται ν’ ἀποδοθῇ εἰς φωνὰς ἐνάρθρους ἀκριβέστερον ἢ διὰ τῶν βρεκεκὲξ κοὰξ κοὰξ τοῦ Ἀριστοφάνους.»

Τὸ ἐπιστημονικὸν ὄνομα τοῦ κοινοῦ ἀγγλικοῦ βατράχου εἶνε τὸ rana temporaria. Ἀλλ' ὁ ἑλληνικὸς βάτραχος καλεῖται rana esculenta, καὶ εἶνε ὁ ἐδώδιμος βάτραχος τῆς νοτίας Εὐρώπης. Εὑρίσκω δὲ ἄλλως καὶ ἐν τῇ Expédition Scientifique de Morée ὅτι ἡ φωνὴ του ἑλληνικοῦ βατράχου διαφέρει οὐσιωδῶς καὶ ἀπὸ τῆς τῶν γαλλικῶν. «Ἡ ἐπιτροπὴ τοῦ Μωρέως παρετήρησεν ὅτι ἡ κραυγὴ τοῦ ἑλληνικοῦ βατράχου δὲν ἦτο παντελῶς ὁμοία πρὸς τὴν τῶν βατράχων τῶν περιχώρων μας, Οἱ Ἕλληνες δὲν τρώγουσί ποτε τὸ κρέας τοῦ ζῴου τούτου, ἀπ’ ἐναντίας δὲ δεικνύουσι πρὸς αὐτὸ τὴν αὐτὴν ἀντιπάθειαν ἣν καὶ πρὸς πᾶν ἄλλο εἶδος ἑρπετῶν.»

*Ρ.


ΝΕΟΣ ΣΩΣΤΙΚΟΣ ΥΠΕΝΔΥΤΗΣ

Εἰς τὴν διοργανουμένην κατ’ αὐτὰς ἐν Παρισίοις ἔκθεσιν τῶν ναυαγοσωστικῶν ἀντικειμένων ἐκτεθήσεται σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ νέον τι μέσον διασώσεως πρακτικώτατον, ὀφειλόμενον εἰς τὸν κ. Μασσέ, ὑπήκοον Ὁλλανδόν, ὅστις ἔσχε τὴν ἱκανοποίησιν νὰ ἴδῃ τὴν ἐφεύρεσιν του γενομένην παραχρῆμα ἀποδεκτὴν παρὰ του πολεμικοῦ ναυτικοῦ τῆς πατρίδος του καὶ παρὰ πλείστων ἀτμοπλοϊκῶν ὁλλανδικῶν καὶ βελγικῶν ἑταιριῶν. Τὸ ἀντικείμενον τοῦτο ὁμοιάζει πρὸς χονδρὸν ὑπενδύτην θηρευτικόν ἄνευ χειρίδων, κατασκευάζεται δὲ ἐξ ὑφάσματος διαφόρων εἰ- δῶν. Τὸ ὕφασμα εἶνε διπλοῦν ὅπως εἰσάγηται εἰς τὸ μεταξὺ κενὸν κόνις φελοῦ, παρασκευασθεῖσα καταλλήλως δι’ ἐπὶ τούτῳ μύλων. Μετὰ τοῦτο τὸ ὕφασμα ράπτεται κατὰ τρόπον ὥστε ἡ κόνις τοῦ φελοῦ νὰ τοποθετηθῇ ἐξ ἴσου σχηματίζουσα πλεῖστα τετράγωνα προέχοντα, ἐξ οὗ καὶ ὁ ὑπενδύτης ἀποκαλεῖται cabitonné, τουτέστι γναφαλωτός. Παρεκτὸς τῆς κομψότητος τοῦ σχήματος αὐτοῦ καὶ τοῦ ὡραίου ὑφάσματος, ὅπερ ἕκαστος δύναται νὰ ἐκλέξῃ πρὸς κατασκευήν του, ἔχει τὸ πλεονέκτημα νὰ φέρηται ἀνέτως ὑπὸ ἐπανωφόριον ἢ χονδρόν τι ἱμάτιον, χωρὶς ὁ φέρων αὐτὸ ἐπιβάτης νὰ φαίνηται γελοῖος, ὡς ὁ φέρων τὴν συνήθην γνωστὴν ζώνην ἐκ πλακῶν φελοῦ. Πρὸς δὲ ἐν περιπτώσει συγκρούσεως, ὁ ὑπενδύτης ἐξουδετερώνει τὴν σφοδρότητα τοῦ κτυπήματος, χάρις εἰς τὴν εὐκαμψίαν καὶ τὴν ἐλαστικότητά του, ἐνῷ ἡ ζώνη προξενεῖ μώλωπας. Ὁ ὑπενδύτης κομβώνεται ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, φέρει δὲ καὶ ζώνην ὅπως ἐφαρμόζηται κάλλιον εἰς τὴν ὀσφύν. Ὁ ἐπιβάτης δύναται νὰ τὸν τοποθετῇ παρὰ πόδας τῆς κλίνης του, εἰς τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἔχῃ πρόχειρον ἐν πάσῃ στιγμῇ. Ἀλλ’ ὅτε εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸν φορέσῃ διὰ μιᾶς, πρέπει ν’ ἀρχίσῃ νὰ τὸν κομβώνῃ ἐκ τῶν κάτω, ὥστε νὰ μὴ δύναται ν’ ἀνυψωθῇ ἄνωθεν τῶν ὤμων, τοῦθ’ ὅπερ θὰ συνέβαινε ἂν ἦτο τις ὑποχρεωμένος νὰ ῥιφθῇ εἰς τὸ ὕδωρ μὴ προφθάνων εἰμὴ νὰ περάσῃ τούς βραχίονας. Ἐν περιπτώσει, καθ’ ἣν ὁ ναυαγὸς ἀναγκασθῇ νά μείνῃ πολλὰς ὥρας ἐντὸς του ὕδατος, ὁ ὑπενδύτης εἶνε δι’ αὐτὸν πολύτιμος ὡς προφυλάτων ἐκ τοῦ ψύχους κάλλιον πάσης ζώνης. Γνωστὸν ὅτι εἴς τινα ναυάγια ἀνευρέθησαν πλεῖστοι ἐπιβάται νεκροὶ ἐκ του ψύχους, κρατούμενοι ἐκ τῶν στρογγύλων ἢ ἄλλων ἐπιπλεόντων σωσιβίων, τὰ ὁποῖα ἠδυνήθησαν μὲν ν’ ἀρπάσωσιν, χωρὶς ὅμως νὰ εὕρωσιν εἰς αὐτὰ προφύλαξίν τινα κατὰ τοῦ ψύχους. Τὰ μετὰ τοῦ ὑπενδύτου γενόμενα πειράματα ἀπέδειξαν ὅτι δύναται νὰ ὑποβαστάσῃ ἐπὶ πολύ ναύτας φέροντας τὰ κηρωτὰ αὐτῶν ἐνδύματα καὶ τὰ χονδρὰ ναυτικά των ὑποδήματα. Γυναῖκες καὶ παιδία μὴ γινώσκοντα νὰ κολυμβῶσιν ἐρρίφθησαν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἠδυνήθησαν νὰ μείνωσιν ἐπιπλέοντα μὲ τοὺς ὤμους ἐντελῶς ὑπεράνω του ὕδατος καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῶν πειραμάτων. Ὥστε ὁ ὑπενδύτης προώρισται ν’ ἀντικαταστήσῃ παρὰ τοῖς ἐπιβάταις τῆς πρώτης καὶ δευτέρας θέσεως τὰς συνήθεις σωστικὰς ζώνας, ὧν ἡ χρῆσις θὰ περιορισθῇ τοῦ λοιποῦ, παρὰ τοῖς μετανάσταις, τοῖς ἐπιβάταις τὴς τρίτης τάξεως καὶ τοῖς πληρώμασιν. Τοῦτο ἤδη καὶ ἐγένετο ἐν Βελγίῳ καὶ Ὁλλανδίᾳ εἰς τὰς γραμμὰς ἀπὸ Φλεσίγγης μέχρι Κουήνσβορου καὶ ἀπὸ Ὀστένδης εἰς Δοῦβρον, ἐπὶ τῶν ἀτμο-