Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/13

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
509
ΕΣΤΙΑ


τοῖς λόγοις. Δι’ αὐτοῦ θὰ ὁμιλῶμεν ἡμεῖς αὐτοὶ πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, ὅπως πρόσωπόν τι πρὸς ἕτερον. Οὕτως ὁ φωνογράφος θέλει ἔχει τελεσιουργὸν ἠθικὴν ἐπιρροὴν ἐπὶ τῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ ἀλλήλων, καθιστῶν αὐτοὺς βραχυλόγους καὶ ἀκριβολόγους, καλλιεργῶν τὸ ἦθος αὐτῶν καὶ συνδέων δι’ ἀμέσων προφορικῶν σχέσεων φίλους ἢ ἑταίρους, μακρὰν ἀλλήλων· διατριβοντας.»

Δ. Κ.


ΤΟ ΦΘΕΓΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΑΤΡΑΧΩΝ

Βρεκεκὲξ κοὰξ κοὰξ εἶνε, ὡς γνωστόν, ὁ ἦχος ὃν φθέγγονται οἱ βάτραχοι ἐν τῇ ὁμωνύμῳ κωμῳδίᾳ τοῦ ἀθανάτου Ἀριστοφάνους. Ἡ φωνὴ αὕτη εἶνε οὕτως συνήθης εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας, ὥστε οὐδεὶς ἴσως ἡμῶν προσέσχε περισσότερον τὸν νοῦν εἰς τοὺς μουσικοὺς φθόγγους οὕς ἀναδίδουσι τὰ λιμναῖα κρηνῶν τέκνα. Ἀρεσκόμεθα εἰς τὴν ἰδιάζουσαν μελῳδίαν τῶν λιμναίων τούτων ἀηδόνων ἢ πειράζονται ἐξ αὐτῆς τὰ νεῦρα ἡμῶν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐσκέφθη νὰ ἐξελέγξῃ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀναγραφῆς τῶν βατραχικῶν φωνῶν ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους. Τοῦτο δὲ δὲν ἔχει λόγον, ὡς φαίνεται, τὸ ἀταλαίπωρον ἡμῶν, ἀλλὰ τὴν σύμπτωσιν, ὅτι δὲν εὑρίσκουσι τὰ ὦτα ἡμῶν διαφωνίαν μεταξὺ τῶν στίχων τοῦ κωμικοῦ καὶ τῆς πραγματικῆς φωνῆς τῶν βατράχων. Ἀλλ’ οἱ ξένοι δὲν εὑρίσκονται πρὸ ζητήματος ἐπ’ ἴσης ἀναμφισβητήτου. Οἱ Γάλλοι καὶ οἱ Ἄγγλοι, ἀκούοντες τοὺς βατράχους των, εὕρισκον ὅτι ὁ Ἀριστοφάνης ἐλευθερίασε περὶ τὴν ἀπόδοσιν τῆς φωνῆς των. Καὶ δὲν εἶχον ἄδικον, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχον μελετήσει τὸ φθέγμα τῶν ἑλληνικῶν βατράχων. Ἀλλὰ... ἄλλοι τόποι, ἄλλα ἤθη. Ἡ ζῳολογία ἑνωθεῖσα μετὰ τῆς φιλολογίας ἀπεκάλυψαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ πράγματος. Ἄς μάθωσι λοιπὸν οἱ ἀναγνῶσται τῆς «Ἑστίας», ὅτι οἱ βάτραχοί μας ἀναπέμπουσι κραυγὰς διαφόρους ἢ οἱ βάτραχοι τῆς λοιπῆς Εὐρώπης. Ἔστω δὲ τοῦτο πρὸς τιμὴν τῆς πρωτοτυπίας τῶν βατράχων μας, οὕς εἴθε νὰ ἐμιμοῦντο ἐν τούτῳ καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἕλληνες πολῖται.

Ἰδοὺ τί περὶ τοῦ ζητήματος τούτου ἀναγινώσκομεν ἐπ’ ἐσχάτων γραφὲν ἐν τῇ Κριτικῇ Ἐπιθεωρήσει τῆς Κανταβριγίας ὑπὸ τοῦ Ἄγγλου λογίου κ. J. E. Sandys.

«Πολλάκις θὰ συνέβη εἰς Ἄγγλους ἀναγνώστας τοῦ Ἀριστοφάνους νὰ παρατηρήσωσιν ὅτι ὁ γνωστὸς στίχος βρεκεκὲξ κοὰξ κοὰξ δὲν ἀνταποδίδει ἀκριβῶς τὸν κρωγμὸν τοῦ κοινοῦ βατράχου, πρὸς ὃν ἔχομεν οἰκείως ἐν Ἀγγλίᾳ. Πρόδηλον εἶνε, ὅτι ἀναγκαία θὰ ἦτο ἐξήγησίς τις τούτου τοῦ φαινομένου· πλὴν ἅπαντες οἱ ὑπομνηματισταὶ τοῦ κωμικοῦ, οὕς συνεβουλεύθην οὐδὲν λέγουσι περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου. Ἀλλὰ κατά τινα περιοδείαν μου ἐν Ἑλλάδι ἐπ’ ἐσχάτων γενομένην εἶχον τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐξελέγξω τὴν ἀκρίβειαν τῶν φθόγγων ὧν ἔκαμε χρῆσιν ὁ ποιητὴς πρὸς μίμησιν τῆς λιμναίας μουσικῆς. Πορευόμενος ἀπὸ Τίρυνθος εἰς Ναύπλιον διηρχόμην παρά τινα καλαμῶνα, ὅτε τὴν προσοχὴν μου εἴλκυσε θορυβώδης ἦχος ὁμοιάζων πρὸς τὸν ἀναπεμπόμενον ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ ψιττακῶν ἐριζόντων διαρκῶς. Ἦτο προφανῶς ἡ φωνὴ τοῦ ἑλληνικοῦ βατράχου, ἣν ἤκουον διὰ πρώτην φοράν, σειρὰ τεσσάρων βραχειῶν λαρυγγοφώνων συλλαβῶν εἰς ἃς εἴπετο διπλοῦν κόασμα. Δι’ ἀγγλικῶν γραμμάτων δύναται ἴσως ἄριστα ν’ ἀποδοθῇ ὡς ἑξῆς Koàk-Koàk. Ἡ διαφορὰ ἀπὸ τοῦ ἀριστοφανείου στίχου ἦτο, ὅτι δὲν κατώρθωσα νὰ ἀκούσω τὸ ἀρχικὸν βρ καὶ τὸ τελικὸν ς· ἄλλως ἡ καθ’ ὅλου ὁμοιότης ἦτο ἀπαραγνώριστος.

Ἔκτοτε δὲ τυχὼν τῆς εὐκαιρίας νὰ συμβουλευθῶ δι’ ἄλλους σκοπούς πολλὰ συγγράμματα περιηγητῶν ἐπισκεφθέντων τὴν Ἑλλάδα, εὗρον τὰ ἑξῆς χωρία, παρέχοντα ἐνδιαφέρον περὶ τοῦ ἐνταῦθα προκειμένου ζητήματος.

«Οἱ κοινοὶ βάτραχοι τῆς Ἑλλάδος, λέγει ὁ Dodwell, ἐκπέμπουσι φωνὴν ὅλως διάφορον τῆς τῶν βατράχων τῶν βορείων κλιμάτων καὶ δὲν ὑπάρχει καλλιτέρα αὐτῆς μίμησις τῆς τοῦ παρ’ Ἀριστοφάνει βρεκεκὲξ κοὰξ κοάξ.

Ὁ δὲ Mure, λόγον ποιούμενος περὶ τῆς περιοδείας του ἀνὰ τὰς ὄχθας τῆς Βαλύρας, παραποτάμου τοῦ Παμίσου ἐν Μεσσηνίᾳ, παρατηρεῖ διὰ μακροτέρων τὰ ἑξῆς· «Ἐκεῖ εἵλκυσε κατὰ πρῶτον τὴν προσοχὴν μου τὸ ἰδιάζον κόασμα τῶν ἑλληνικῶν βατράχων, ὅπερ ἤδη προχωροῦντος τοῦ ἔαρος ἤρχισε νὰ ἀκούηται ἀνὰ τὰ τέλματα, καὶ ὅπερ, καίπερ μὴ ὂν παντελῶς ξένον εἰς τὸ οὖς μου, μὲ προσέβαλε ταὐτοχρόνως ὥς τι διάφορον τῆς κραυγῆς τοῦ αὐτοῦ ζῴου ἐν πάσῃ ἄλλῃ χώρᾳ ὅπου εἶχε τύχει νἀκούσω αὐτήν. Συνίσταται δ’ ἐκ δύο ποικίλων φωνῶν, ὧν τὴν μὲν πρώτην δὲν δύναμαι νὰ περιγράψω καλλίτερον ἢ συγκρίνων αὐτὴν πρὸς τὸν συνήθη ἦχον τὸν προερχόμενον ἐκ τῆς πιέσεως τῆς γλώσσης ἐπὶ τῶν οὔλων τοῦ οὐρανίσκου, ἣν προκαλοῦμεν ὅταν θέλωμεν νὰ ταχύνωμεν τοὺς ἵππους, ἡ δὲ δευτέρα εἶνε μίγμα κοάσματος καὶ κρωγμοῦ. Οἱ δύο δὲ οὗτοι ἦχοι διαδέχονται ἀλλήλους κατὰ διαλείμματα: μετὰ μεγάλης κανονικότητος, τοῦ πρώτου ἐπαναλαμβανομένου πολύ συχνότερα ἢ ὁ δεύτερος οὐδὲ θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γείνωσι διὰ