Σελίδα:Εστία Αριθμός 520.djvu/15

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
849
ΕΣΤΙΑ


Γαλλιστὶ ἐκφρράζομαι μετὰ μεγάλης δυσκολίας, τὰ δέ ἀγγλικὰ τοῦ Κ. Βράτσα δὲν εἶνε ἐκ τῶν ἀρίστων. Ἐντούτοις κατορθόνομεν νὰ συνεννοηθῶμεν ἀμοιβαίως· ὁ ξένος μου ὁμιλεῖ ἀφειδῶς περὶ τῶν περιηγήσεών του, τῆς ἐν Βρυξέλλαις διαμονῆς του, τῶν συνεντεύξεών του μετὰ τοῦ προέδρον τοῦ συμβουλίου τῆς Διεθνοῦς Ἀφρικανικῆς Ἑταιρίας περὶ τοῦ Κόγκου, καὶ τῆς ὠφελείας ἣν ἠδύνατο νὰ καρπωθῇ ἡ Γαλλία καὶ ὁ πολιτισμός.

Μανθάνω ἀπὸ στόματος αὐτοῦ ὅτι ἡ πρώτη ἀποστολὴ εἰς Ὀγγουὲ διήρκεσε τρία καὶ ἥμισυ ἔτη, Ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ εἰσχωρήσῃ ἐνδότερον τῶν 500 χιλιομέτρων· καὶ ὅτι τέλος τὰ ἐν τῇ περιστάσει ταῦτα συμβάντα ἔπεισαν αὐτὸν ἀμετακλήτως ὅπως περιηγῆται ἄνευ ἑταίρου, ὅπως μὴ παρακωλύωνται τὰ σχέδια αὐτοῦ διὰ τῆς ἀτολμίας καὶ τῆς ἐλλείψεως ἀποφάσεως συνοδῶν, εἰς οὕς, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἦτο ἠναγκασμένος να ὑποκύψῃ.

Ἐν τῇ πρώτῃ ἐκείνῃ περιηγήσει ὁ Κ. Βράτσα ἐδαπάνησε πολλὰ χρήματα καὶ ἀπώλεσέ τι πολλῷ πολυτιμότερον: καιρόν. Ἡ χώρα, ἣν εἶχε διαδράμει ἦτο νέα, τουτέστι ἄγνωστος. Οἱ κατοικοῦντες αὐτήν ἰθαγενεῖς ἦσαν ἄγριοι, καὶ φιλύποπτοι πρὸς τοὺς λευκούς, σφόδρα ἰδιότροποι, ἥκιστα πιστοὶ εἰς τὰς ὑποσχέσεις αὐτῶν καὶ τὰς συμφωνίας, κυμαινόμενοι μεταξύ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ νὰ προμηθευθῶσι τὰ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων κομισθέντα ἐμπορεύματα καὶ τοῦ δεισιδαίμονος, τοῦ ἀλογίστου φόβου ὅν ἐνέπνεεν αὐτοῖς πᾶν τὸ καινφανές.

Ὁ Κ. Βράτσα ὀδυνηρὰν ὑπέστη τῶν ἐλπίδων του διάψευσιν τὴν ἡμέραν καθ' ἣν προὐχώρησε μέχρι τοῦ ποταμοῦ Ἀλίμα καὶ ἐκωλύθη νὰ ἐξερευνήσῃ τὸν ῥοῦν αὐτοῦ ὑπὸ τῆς παλιμβουλίας τινῶν τῶν συνοδοιπόρων του καὶ τῶν ἐχθρικῶν διαθέσεων τῶν ἰθαγενῶν. Τότε ἀπεφάσισε καθ’ ἑαυτὸν νὰ ἐπανακάμψῃ ἡμέραν τινὰ ὅπως συμπληρώσῃ τὴν ἀνακάλυψιν αὐτοῦ. Ἐντούτοις, κατὰ τὴν εἰς Εὐρώπην ἐπάνοδόν του, τῷ 1878 ἔμαθεν ὅτι εἶχον ἐξερευνήσει τὴν Δοκαλάβαν καὶ τὸν Κόγκον καὶ ἐνόησε τότε ὅτι ὁ Ἀλίμας εἶνε παραποτάμιον τοῦ Κόγκου. Εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς Εὐρώπην νοσῶν καὶ σφόδρα ἐξηντλημένος. Ἀλλ' ἀναρρώσας μετὰ μακρὸν ἐτράπη αὖθις τὴν πρὸς τὴν Ἀφρικήν, κάλλιστα κατὰ πάντα ἐφωδιασμένος καὶ τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1880 ἀνῆλθε πάλιν τὸ Ὀγγουέ. Οἱ ἀγῶνες οὕς εἶχε καταβάλει κατὰ τὴν πρώτην αὐτοῦ περιήγησιν ὅπως ἐξημερώσῃ τοὺς ἰθαγενεῖς ἀπέφερον ἤδη τοὺς καρπούς των* πᾶσαι αἱ φυλαὶ ἔπεμπον αὐτῷ βοηθούς, οἱ ἀρχηγοὶ προσήρχοντο αὐτῷ ἐπίκουροι, ἐν τέλει δὲ ἠδυνήθη ν’ ἀνέλθῃ μέχρι τῆς Στάνλεϋπόλεως. Ἱδρύσας σταθμὸν ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ προὐχώρησε μέχρι πεντήκοντα χιλιομέτρων πρὸς τὴν μεσημβρινὴν ὄχθην τοῦ Κόγκου, μετὰ δεκατριήμερον δὲ πορείαν Παραλλήλως πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ποταμοῦ εἰσέδυ εἰς τὸ χωρίον Νδάμβι-Μβόνγκο, ὅπου ἐπληροφορήθη περὶ τῆς ἐγγὺς ἐκεῖ παρουσίας μου.

Ὁ Κ. Βράτσα ἀναπαυθεὶς ἐπὶ δύο ὥρας ἐν τῇ σκηνῇ μου διηυθύνθη πρὸς τὸ Βιβῆ, μετά τινων τῶν ἰθαγενῶν ἀχθοφόρων μου ἐπιφορτισθέντων νὰ μετακομίσουν τὴν ἐλαφρὰν αὐτοῦ σκευήν. Ἐσταμάτησεν ἐπὶ μικρὸν ἐν Βιβῆ, εἶτα ἐπεβιβάσθη ἑνὸς τῶν ἀτμοπλοίων μας καὶ μετέβη εἰς Βανάνα, ὅθεν δι' ἄλλου ἀτμοπλοίου διηυθύνθη εἰς Γκαβῶνα.

Κατὰ τὴν ἐν τῇ σκηνῇ μου διατριβὴν αὐτοῦ ὁ Βράτσα, παρατηρήσας τὸ πελώριον καὶ ὀγκῶδες ὄρος Μγόμα μοὶ εἶπε:

—Θὰ σᾶς χρειασθοῦν ἓξ μῆνες διὰ νὰ διέλθετε μὲ τὰς ἁμάξας σας αὐτὸ τὸ βουνόν. Οἱ ἄνθρωποί σας εἶνε ὀλίγιστοι διὰ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα. Ἔπρεπε νὰ ἦσαν τοὐλάχιστον πεντακόσιοι ἄνδρες.

Ἡ σκέψις ἐκείνη ἦτο ὀρθοτάτη, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ὅλως ἀδύνατον νὰ λάβωμεν ἐπικουρίας, οἱ δὲ ἄνθρωποι δὲν κατασκευάζονται κατὰ παραγγελίαν, εἰς οὐδὲν θὰ ὠφέλει τὸ νὰ τίλλωμεν τὴν κόμην ἡμῶν διεκτραγῳδοῦντες τὴν ἀδυναμίαν μας. Τὸ σύνθημα ἦτο νὰ βαδίσωμεν πρόσω, νὰ εἰσδύσωμεν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μετὰ τοῦ πολυτίμου ἡμῶν ὑλικοῦ καὶ νὰ ἱδρύσωμεν πανταχοῦ σταθμούς. Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσωμεν, νὰ προχωρήσωμεν.

A*


ΚΑΤΟΙΚΙΑΙ ΚΑΙ ΕΝΟΙΚΙΑ ΕΝ ΠΑΡΙΣΙΟΙΣ

Ἀπό τινος ἐν τῷ πληθυσμῷ τῶν Παρισίων δὲν παρατηρεῖται ἡ συνήθης κανονικὴ αὔξησις, τοὐναντίον δ’ ἐβεβαιώθη ὅτι ἐπῆλθέ τις ἐλάττωσις τῶν κατοίκων. Ἐπειδὴ δὲ νέαι κατ’ ἔτος προστίθενται οἰκοδομαὶ εἰς τὴν πόλιν, προμηνύεται ὅτι ἀναπόδραστος εἶναι οἰκονομική τις ἀνωμαλία ἕνεκα τῆς αὐξήσεως τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς μειώσεως τῆς ζητήσεως. Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου, οὗ ἀνάλογον ἔχομεν καὶ ἐν Ἀθήναις, γράφει τὰ ἑπόμενα ὁ Paul Leroy-Beaulieu ἐν τῷ Γάλλῳ Οἰκονομολόγῳ.

Ὁ ἀριθμὸς τῶν οἰκημάτων ηὔξησεν ἀπὸ τῆς 1 Ἰανουαρίου 1879 μέχρι τῆς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 1883 κατὰ 80000 περίπου, ἤτοι σχεδὸν 7 2/4 τοῖς 100 ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν οἰκημάτων τοῦ ὑπάρχοντος ἐν Παρισίοις τῇ 31 Δεκεμβρίου 1878. Ἐκ τούτων τὰ οἰκήματα τὰ προωρισμένα εἰς ἐμπορικὴν ἢ βιομηχανικὴν χρῆσιν ἀναλογοῦσιν εἰς 2 1/2 τοῖς 100 ἐπὶ τῶν προϋπαρχόντων, τὰ δὲ εἰς κατοικίαν εἰς 10 τοῖς 100· δηλονότι κατὰ τὴν πενταετίαν ἐκείνην ᾠκοδομήθησαν οἰκήματα τοσαῦτα, ὡσεὶ προϋπετίθετο αὔξησις τοῦ πληθυσμοῦ τῶν κατοίκων κατὰ 220000. Ἂν δ’ ἐξηκολούθουν αἱ οἰκοδομαὶ κατὰ τὴν ἀναλογίαν μάλιστα τοῦ 1883, καὶ ἂν ἐντὸς εἰκοσαετίας ἐδιπλασιάζετο ὁ πληθυσμὸς τῶν Παρισίων, πάλιν θὰ ἐπερίσσευον τὰ οἰκήματα.

Παραλλήλως δὲ τῇ αὐξήσει ταύτῃ ηὔξησε καὶ ἡ ἐνοικιαστικὴ ἀξία τῶν παρισινῶν οἰκημάτων