Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Εστία Αριθμός 520.djvu/13

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
847
ΕΣΤΙΑ


χαρᾶς ζωῆς πλήρη ἔχον τὰ ὄμματα, γελῶν, κλαῖον, εὐτυχὲς, σωθὲν τὸ παιδίον ἔκρουε τὰ ἰσχνὰ χεράκια του, ἐφώναζαν εὖγε καὶ ζωηρῶς, ὡς πυροτέχνημα ἀναφθείσης διὰ μιᾶς τῆς εὐθυμίας του, ἀνεφώνησεν·

-Ὁ Μποὺμ-Μπούμ! Εἶνε αὐτός, αὐτός, τώρα. Νὰ ὁ Μποὺμ-Μπούμ! Ζήτω ὁ Μποὺμ-Μποὺμ Καλημέρα, Μποὺμ-Μπούμ!

Δ'

Ὅτε ἐπανῆλθε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ ἰατρὸς εὗρε καθήμενον παρὰ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ Παυλάκη ἀκροβάτην τινά, ὅστις ἔκαμνε νὰ γελᾷ, νὰ γελᾷ ἀκαταπαύστως τὸ παιδίον, καὶ τῷ ἔλεγε προσφέρων εἰς αὐτὸ τὸ ἰατρικόν του:

—Ἂν δὲν τὸ πιῇς αὐτό. Παυλάκη, ὁ Μποὺμ-Μπούμ δὲν θὰ ξανάλθῃ πλειά.

Καὶ τὸ παιδίον ἔπινε.

—Δὲν εἶνε καλὸ αἴ;

—Πολὺ καλό!.. Εὐχαριστῶ, Μποὺμ-Μπούμ! —Ἰατρέ, εἶπεν ὁ ἀκροβάτης εἰς τὸν ἰατρόν, μὴ ζηλοτυπεῖτε... Μοῦ φαίνεται ἐν τούτοις ὅτι οἱ μορφασμοί μου τῷ ὠφελοῦν ὅσον καὶ αἱ συνταγαί σας!

Ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ ἔκλαιον, ἀλλ’ ἐκ χαρᾶς τώρα.

Μέχρις οὗ δὲ ὁ Παυλάκης σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του μία ἅμαξα ἐσταμάτα καθ’ ἑκάστην ἐνώπιον τῆς πτωχικῆς κατοικίας τοῦ ἐργάτου, καὶ ἄνθρωπός τις κατέβαινε περιτετυλιγμένος εἰς ἐπανωφόριον, ἐνδεδυμένος ὑπ’ αὐτὸ ὡς ἐν Ἱπποδρομίω, ἀλευρωμένον καὶ φαιδρὸν ἔχων τὸ πρόσωπον.

—Τί εἶνε τὸ χρέος μου, κύριε; εἶπεν ἐν τέλει ὁ Ἰάκωβος πρὸς τὸν ἀκροβάτην, ὅτε τὸ παιδίον ἀνέρρωσεν ἤδη ἐντελῶς. Γιατί, ἐπὶ τέλους, κἄτι σᾶς χρωστῶ!

Ὁ ἀκροβάτης ἔτεινε πρὸς τοῦς γονεῖς τὰς δύο εὐρείας αὐτοῦ παλάμας.

—Αὐτὸ μόνον εἶπε. Ἕνα σφίξιμο τοῦ χεριοῦ! Εἶτα δέ, δύο ἠχηρὰ φιλήματα ἐπιθεὶς ἐπὶ τῶν παρειῶν τοῦ παιδίου, γενομένων πάλιν ῥοδοχρόων,

Καὶ εἶπε γελῶν, τὴν ἄδειαν, νὰ θέσω εἰς τὰ ἐπισκεπτήριά μου. Μποὺμ-Μποὺμ ἀκροβάτης, καὶ τακτικὸς ἰατρὸς τοῦ Παυλάκη!

(Jules Claretie)

...Κ...

Οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἐπιβλαβέστερον εἰς πᾶσαν κυβέρνησιν, ὅσον τὸ νὰ ποιῇ ὁτὲ μὲν τοῦτο ὁτὲ δ’ ἐκεῖνο, σήμερον νὰ ὑπόσχεταί τι καὶ αὔριον νὰ τὸ ἀρνῆται. Ἅπαξ χαράξασα μίαν ὁδόν, ὀφείλει νὰ πορεύηται ἐν αὐτῇ κατ’ εὐθεῖαν καὶ ἀπαρεγκλίτως.

(Βίσμαρκ.)


Πῶς ἐργάζονται
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ

Ἡ ἔμπνευσις εἶνε λίαν ἰδιότροπος καὶ ἀσταθής. Αὐτοστιγμεὶ δ' ὑφίσταται πολλὰς τροποποιήσεις. Σπάνιοί εἰσιν οἱ καλλιτέχναι, ὧν ἡ πρώτη διατύπωσις εἶνε ὁριστική.

Ὁ Μαγερμπέερ κατεβασάνιζεν ἀπαύστως τὸν δυστυχῆ Σκρὶβ, παντοίας ἐπιφέρων μεταβολὰς εἰς τὰ μελοδράματά του. Ἐπὶ των ἡμερῶν ἡμῶν ὁ Μασνὲ ὁμολογεῖ ὅτι εἶνε ὀχληρὸς συνεργάτης πρὸς τοὺς ποιητὰς τῶν λιμπρέτων του. «Δὲν δύναμαι νὰ γράψω τὴν μουσικὴν ἑνὸς μελοδράματος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, λέγει, πολλάκις προσεπάθησα, ἀλλ’ ἠναγκάσθην νὰ σταματήσω. Ἀνάγκη, οὕτως εἰπεῖν, νὰ γραφῇ τὸ μελόδραμα ἐπὶ τῆς μουσικῆς μου.»

Ὁ Βετχόβεν δὲν ἔπαυεν ἐπεξεργαζόμενος τὰς πρώτας αὐτοῦ ἐμπνεὺσεις. Ἀνευρέθησαν πολλὰ βιβλία τῶν δοκιμίων του· ἐν αὐτοῖς δὲ καταφαίνεται ἡ βαθμιαία τῆς σκέψεως αὐτοῦ πορεία καὶ εἶνε λίαν περίεργον τὸ παρακολουθεῖν αὐτὴν δι’ ὅλων ἐκείνων τῶν μαιάνδρων. Γερμανός τις μουσικογράφος, ὁ Γουσταῦος Νόττεβοχμ, ἀφιέρωσε πολλὰ ἔτη τοῦ βίου αὐτοῦ εἰς τὴν μελέτην καὶ τὴν δημοσίευσιν των δοκιμίων τούτων. Βλέπομεν δ′ ἐν αὐτοῖς ὅτι ἡ μουσικὴ ἰδέα δὲν παρουσιάζεται πάντοτε εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Βετχόβεν αὐτομάτως, δὲν ἀναθρώσκει διὰ μιᾶς πλήρης, ἀλλ’ ἐκδηλοῦται ὑπὸ τὴν ἐνδελεχῆ τῆς διανοίας αὐτοῦ κατεργασίαν ἐν τῇ καλλονῇ, τῇ πρωτοτυπίᾳ καὶ τῇ ἀρτιότητι αὐτῆς. Ἐν τοῖς πολυτίμοις τούτοις τετραδίοις δύναταί τις νὰ παρακολουθήσῃ πάσας τὰς ἀποπείρας τοῦ μεγάλου μελοποιοῦ. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Μένδελσον κατέχει τὸ σχετικὸν πρὸς τὸν Φιδέλιον. Θὰ ἦτο εὐτύχημα εἰς τοὺς μουσουργοῦντας νὰ συνεβουλεύοντο πάντα τὰ δοκίμια τῶν ἐξόχων μουσικῶν, ἀλλὰ δυστυχῶς οὗτοι καταστρέφουσιν αὐτὰ μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἔργου.

Ὁ Μόζαρτ ὅμως οὐδὲ τόσον βραδέως, οὐδὲ τόσον δυσχερῶς παρῆγεν. Ἐν τῷ ἀξιολόγῳ βιβλίῳ, ὅπερ ἔγραψε περὶ αὐτοῦ ὁ Βίλδερ, εὐρίσκομεν τὰ ἑξῆς περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ἐργάζεσθαι τοῦ Μόζαρτ.

«Ἅμα ἤνοιγε τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ δαιμόνιον καταλάμβανεν αὐτόν Ἐγειρόμενος τῆς κλίνης ἔτρεχεν εἰς τὸ κλειδοκύμβαλον, παρευθὺς δὲ ἡ φαντασία αὐτοῦ ἐξηγείρετο μετὰ καταπληκτικῆς διαυγείας. Ἐν ᾧ ἐνεδύετο κατείχετο ὑπὸ τῆς ἐξάψεως τῆς ἐμπνεύσεως. Δὲν ἔμενεν οὐδὲ στιγμὴν ἀκίνητος, ἔκρουε τὸν ῥυθμὸν διὰ τοῦ ποδὸς καὶ ἀπὸ τῆς τραπέζης του μετέβαινεν εἰς τὸ κλειδοκύμβαλον. Ὁ κουρεύς του μας διηγήθη πόσον δύσκολος ἐργασία καθίστατο τὸ ξύρισμα