Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Εστία Αριθμός 520.djvu/12

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
846
ΕΣΤΙΑ

τεχνητόν τινα παλῃάτσον, τὸν ὁποῖον ἠγόρασεν ἔκ τινος καταστήματος, πολύ ἀκριβὰ. Ἐστοίχισε τὸ τίμημα τεσσάρων ἡμερῶν ἐργασίας. Ἀλλὰ θὰ ἔδιδε εἴκοσι, τριάντα, θὰ ἔδιδε τὰ ἡμερομίσθια ὁλοκλήρου ἔτους μόχθων διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὸ μειδίαμα εἰς τὰ ὡχρὰ χείλη τοῦ ἀσθενοῦς.

Τὸ παιδίον παρετήρησεν ἐπὶ στιγμὴν τὸ ἄθυρμα ἐκεῖνο, ἔπειτα δὲ θλιβερῶς:

—Δὲν εἶνε ὁ Μποὺμ Μπούμ!... εἶπε, θέλω νὰ ἰδῶ τὸν Μποὺμ-Μπούμ!

Ἆ!. Ἂν ὁ Ἰάκωβος ἠδύνατο νὰ περιτυλίξῃ καλῶς τὸ παιδίον, νὰ τὸ λάβῃ εἰς τὴν ἀγκάλην του, νὰ τὸ μετακομίσῃ εἰς τὸ ἱπποδρόμιον, νὰ τῷ δείξῃ τὸν ἀκροβάτην χορεύοντα ὑπὸ τὰ ἀνημμένα πολύφωτα καὶ νὰ τῷ εἴπῃ: Ἰδέ!

Ἔπραξεν ἄλλο τι, καλλίτερον. Μετέβη εἰς τὸ Ἱπποδρόμιον, ἐζήτησε τὴν διεύθυνσιν τοῦ Μποὺμ-Μπούμ καὶ συνεσταλμένος, κομμένα ἔχων τὰ γόνατα ἐκ τῆς συγκινήσεως, ἀνέβη μίαν πρὸς μίαν τὰς βαθμίδας, αἵτινες ἦγον πρὸς τὴν κατοικίαν τοῦ ἀκροβάτου. Ἦτο τολμηροτάτη ἡ πρᾶξις ἐκείνη τοῦ Ἰακώβου! Ἀλλ’ ἐπὶ τέλους οἱ ἠθοποιοὶ πηγαίνουν καὶ τραγῳδοῦν καὶ ἀπαγγέλλουν μονολόγους εἰς τὰς οἰκίας τῶν πλουσίων, εἰς τὰς μεγάλας αἰθούσας. Ἴσως ὁ ἀκροβάτης ἐκεῖνος—ἂς ἐζήτει ὅσα ἤθελε—θὰ συγκατετίθετο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ πτωχικὸν τοῦ Ἰακώβου, θὰ συγκατένευε νὰ εἴπῃ δὺο λέξεις εἰς τὸν Παυλάκην. Καὶ οὔτε ἐσκέπτετο πῶς ἔμελλε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ, αὐτόν, τὸν πτωχὸν ἐργάτην, ὁ διάσημος Μποὺμ-Μπούμ!

Δὲν εὗρε πλέον τὸν Μποὺμ-Μπούμ! Εὗρε τὸν κύριον Μορένον εἰς τὸ καλλιτεχνικὸν οἴκημά του εἶδε βιβλία, εἰκόνας, εἷδεν ἕνα καλῶς ἐνδεδυμένον ἄνθρωπον ὅστις ἐδέχθη αὐτὸν φιλοφρόνως ἐν τῷ γραφείῳ του, τὸ ὁποῖον ὡμοίαζε μὲ σπουδαστήριον ἰατροῦ.

Ὁ Ἰάκωβος παρετήρει, παρετήρει, ἀλλὰ δὲν ἀνεγνώριζε τὸν ἀκροβάτην καὶ περιέστρεφεν ἀμηχανῶν ἐν ταῖς χερσὶ τὸν πίλον του. Ὁ ἄλλος ἀνέμενε. Τότε ὁ πατὴρ ἐζήτησε συγγνώμην διὰ τὴν μεγάλην τόλμην του. Πολύ παράδοξον πρᾶγμα ἔμελλε νὰ ζητήσῃ ἀπ’ αὐτόν, πρᾶγμα ποῦ δὲν ἐγίνετο... καὶ νὰ τὸν συγχωρήσῃ... Ἀλλ’ ἐπρόκειτο διὰ τὸν Παυλάκη του... Ἕνα χαριτωμένο παιδί, κύριε Καὶ τόσο ἔξυπνο! Ἦτο πρῶτον εἰς τὸ σχολεῖο, ἐκτὸς εἰς τὴν ἀριθμητικὴν ποῦ δὲν τοῦ ἀρέσει... Σοῦ ἔχει κἄτι ἰδέαις αὐτὸ τὸ παιδί... ὤ, κἄτι ἰδέαις! Καὶ ἀπὸδειξις εἶνε ... νά...

Ὁ Ἰάκωβος ἐδίσταζεν, ἐψέλλιζεν, ἀλλὰ συναγαγὼν διὰ μιᾶς τὸ θάρρος του εἶπεν:

—Ἀπόδειξις εἶνε ποῦ θέλει νὰ σᾶς ’δῇ, ποῦ σᾶς συλλογίζεται ὁλοένα...

Ὅτε ἐτελείωσε τὴν ὁμιλίαν του ὁ πατὴρ ἦτο ὠχρὸς καὶ ἁδραὶ σταγόνες ἱδρῶτος εἶχον φανῇ ἐπὶ τοῦ μετώπου του. Δὲν ἐτόλμα νὰ ἴδῃ κατὰ πρόσωπον τὸν ἀκροβάτην, ὅστις παρετήρει ἀτενῶς ἐπὶ τὸν ἐργάτην. Τί ἆράγε ἔμελλε ν’ ἀπαντήσῃ ὁ Μποὺμ-Μπούμ;

Ἂν ἔλεγεν ὄχι, ἂν τὸν ἐδίωκεν ὡς τρελλόν;

—Ποῦ κατοικεῖτε, ἠρώτησεν ὁ Μποὺμ-Μπούμ.

—Ὤ, ἐδῶ σιμά! ὁδός....

—Καλά! εἶπεν ὁ ἀκροβάτης. Θέλει νὰ ἰδῇ τὸν Μποὺμ-Μποὺμ τὸ παιδί σας; Θὰ τὸν ἰδῇ τὸν Μποὺμ-Μπούμ!

Γ΄.

Ὅτε ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ ἀκροβάτης ὁ πατὴρ ἀνέκραξε περιχαρὴς εἰς τὸν υἱόν του.

—Παυλάκη, τώρα πλειὰ δὲν ἔχεις παράπονο! Νά, ἦλθε ὁ Μποὺμ-Μπούμ!

Ἀστραπὴ χαρᾶς ἐφώτισε τὴν μορφὴν τοῦ παιδίου. Ἀνηγέρθη ἐπὶ τοῦ βραχίονος τῆς μητρός του καὶ ἔστρεψε τὴν κεφαλήν του πρὸς τοὺς εἰσελθόντας δύο ἄνδρας καὶ διὰ τοῦ βλέμματός του ἠρώτησε, ποῖος ἦτο ὁ παρὰ τὸν πατέρα του κύριος ἐκεῖνος, ὁ τὸ μέλαν ἔνδυμα φορῶν, ὅστις τῷ προσεμειδία ἀγαθῶς, ἀλλ’ ὅν δὲν ἐγνώριζε, καὶ ὅτε τῷ εἶπον: «Εἶνε ὁ Μπούμ! Μπούμ» κατέκλινε βραδέως, ἠρέμα τὸ μέτωπόν του ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου καὶ ἔμεινεν εἰσέτι προσβλέπον διὰ τῶν μεγάλων ἐκείνων ὀφθαλμῶν του, οἵτινες ἀνεζήτουν μάτην τὴν ποικιλόχρωμον στολὴν τοῦ Μποὺμ-Μποὺμ καὶ τὴν ἐπὶ τῆς μορφῆς του ἐζωγραφημένην πεταλούδαν.

—Ὄχι, ἀπεκρίθη τὸ παιδίον διὰ φωνῆς οὐχὶ ξηρᾶς ἀλλὰ θλῖψιν βαθεῖαν δηλούσης, ὄχι δὲν εἶνε ὁ Μποὺμ-Μπούμ!

Ὁ ἀκροβάτης, παρὰ τὴν μικρὰν κλίνην ἰστάμενος, ἔρριψεν ἐπὶ τῆς μορφῆς τοῦ ἀσθενοῦς παιδίου βαθὺ βλέμμα, λίαν σοβαρὸν καὶ πλῆρες ἀμέτρου γλυκύτητος.

Ἐκίνησε τὴν κεφαλήν, παρετήρησε τὸν ἀγωνιώδη πατέρα, τὴν ἀπέλπιδα μητέρα, καὶ εἶπε μειδιῶν.

—Ἔχει δίκαιον, δὲν εἶναι ὁ Μποὺμ-Μπούμ.

Καὶ ἀπῆλθε.

—Δὲν θὰ τὸν ξαναϊδῶ πλέον τὸν Μποὺμ-Μπούμ! ἐπανελάμβανε τώρα τὸ παιδίον, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ ἐφαίνετο ὁμιλοῦσα πρὸς τοὺς ἀγγλελους. Ὁ Μποὺμ-Μπούμ, εἶνε ἐκεῖ πέρα, ποῦ θὰ ’πάγῃ σὲ λίγο ὁ Παυλάκης!

Ἀλλ’ αἴφνης—οὔτε ἡμίσεια ὥρα δὲν παρῆλθεν ἀφ’ ὅτου εἶχεν ἀπέλθει ὁ ἀκροβάτης—βιαίως ἠνοίχθη ἡ θύρα, τὸ ποικιλόχρωμον του δὲ φορῶν ἔνδυμα, τὴν πεταλούδαν ἔχων εἰς τὸ πρόσωπόν του, τὸ στόμα ἀνοικτὸν σχεδὸν μέχρι τῶν ὤτων, ἀλευρωμένος, ἐφάνη ὁ Μποὺμ-Μπούμ, ὁ ἀληθινὸς Μποὺμ-Μπούμ, ὁ Μποὺμ-Μποὺμ τοῦ Ἱπποδρομίου, ὁ Μπούμ Μπούμ τοῦ Παυλάκη, τέλος ὁ Μποὺμ-Μπούμ! Καὶ ἐπὶ τῆς μικρᾶς κλίνης του,