Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΗΛΥΣΙΑ
(Τόσο πολὺ τὰ σώματα κουράστηκαν,
ποὺ ἐλύγισαν, ἐκόπηκαν στὰ δύο).
Κ' ἔφυγαν οἱ ψυχὲς, πατοῦνε μόνες των,
ἀργὰ, τὴν χλόη σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο.
(Τὰ σώματα κυλοῦν χάμου, συσπείρονται
στρεβλωμένα). Καὶ φαίνονται στὸ βάθος,
τριαντάφυλλα κρατῶντας, νὰ πηγαίνουνε
μὲ τὄνειρο οἱ ψυχὲς καὶ μὲ τὸ πάθος.
(Χῶμα στὸ χῶμα γίνονται τὰ σώματα).
Μὰ κεῖθε ἀπ' τὸν ὁρίζοντα, σὰν ἤλιοι
δύουν οἱ ψυχὲς, τὸν οὐρανὸ ποὺ φόρεσαν,
ἢ σὰν ἁπλὰ χαμόγελα σὲ χείλη.
32