Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/44

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 38 —

Σὰν ἤκουσαν αὐτὸ ὁ ’γούμενος καὶ ὁ παππᾶ Κρητικός, ἐπῇραν καὶ οἱ δυὸ τὸν Κεριάκο ἀπὸ τὴς μασχάλαις καὶ τὸν πῆγαν στὴν ἄλλη κάμαρα. Ὁ ’γούμενος ἤγνεψε τοῦ Σερέτη κι’ αὐτὸς ἐσηκώθη, ἐπῇρε τὸν γαμπρό, ποῦ ἐτρίκλιζε, καὶ τὸν ἔβαλε στὴ μέση. Ἡ νύφη ἕτοιμη ἐστάθηκε δίπλα του· ὁ Κεριάκος σὰν τὴν εἶδε, τῆς ἔπιασε τὸ χέρι καὶ τῆς εἶπε μὲ φωνὴ μεθυσμένου καὶ μ’ ἕνα κουτοχαμόγελο.

— Ὅποιος θέλει τώρα, ἂς ἔρθῃ νὰ σὲ παρ’ ἀπ’ τὸ χέρι μου.

Ὡς τόσ’ ὁ παππᾶ Κρητικὸς ἐντύθηκε γρήγορα γρήγορα, ἔκαμε νόημα τοῦ Σερέτη νὰ βαστᾶ τὸν γαμπρὸ ἀπὸ πίσω, ἐπλησίασε τὸ τραπέζι ποῦ ἦταν τὸ βαγγέλιο, ἄναψε τὴς λαμπάδες κ’ ἔδωκε μιὰ τοῦ παππᾶ Συνέσιου καὶ μιὰ τοῦ Σερέτη καὶ ἄρχησε τὸ διάβασμα. Ἡ νοικοκυρὰ ἐστεκότανε δίπλα στὴν κόρη της κ’ ἐσταυρωκοπιότανε ἀδιάκοπα.

Μόλις ὅμως ὁ παππᾶς ἐδιάβασε τὴς πρῶταις εὐχές, ὁποῦ ἐχτύπησαν δυνατὰ τὴν πόρτα. Ἡ γρηὰ ἔτρεξε, ἄνοιξε κ’ ἐμπῆκε μέσα ὁ ἄνδρας της, ὁποῦ ἀφοῦ ἐκλείδωσε, τοὺς εἶπε νὰ κάμουν γρήγορα, γιατὶ ἐφοβότανε πῶς κάποιος ἐρχότανε, ὄχι μὲ καλὸ σκοπό. Τὸν εἶχε κυριευμέν’ ὁ φόβος…

Ὄξω ἐξακολουθοῦσε τὸ ζεῦκι καὶ μέσα ὁ παππᾶς ἐπροχωροῦσε στὸ διάβασμα. Εἶχε κοντοτελειώσει τὴς εὐχὲς τοῦ ἀρραβῶνα ὅταν ἀκούσθηκε χτύπημα στὴν πόρτα σὰν βροντὴ καὶ κατόπι ἄλλο καὶ ἄλλο καὶ μιὰ φωνὴ «ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου.»

Μὲ φόβο καὶ τρόμο ἐκύτταξε ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε, ὅταν ὁ παππᾶς Συνέσιος ἐπλησίασε τὴν πόρτα καὶ τὴν ἄνοιξε.

Εὐθὺς ἐμπῆκαν μὲ ὁρμὴ πρῶτος ὁ δήμαρχος τῆς χώρας, ὁ εἰρηνοδίκης δεύτερος, ὕστερα ὁ γέρω Κοντοπάνης καὶ δύο ἄλλοι χωραΐτες, ἐμπῆκαν ἴσια στὴν κάμαρα μέσα.

Ἡ ἀνέλπιστη καὶ ὁρμητικὴ εἰσβολὴ αὕτη ἔκαμαν τοὺς