ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ νὰ τὰ χάσουν· ὁ ἔνοχος εἶνε φοβισμένος πάντα. Ἡ νύφη ἐζάρωσε στὴ γωνιά, ὁ γαμπρός, σὰν εἶδε τὸν Κοντοπάνη, ἔπεσε ἀπάνω σὲ μιὰ καρέγκλα κ’ ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐπροχώρησε γιὰ νὰ μιλήσῃ, μὰ τὸν ἀποπῆρε ὁ δήμαρχος μὲ δυνατὴ φωνή.
— Τί τέχνες εἶν’ αὐτὲς ποῦ κάνετε;
— Δὲν εἶνε τέχνες, εἶπεν ὁ γούμενος· εἶνε γάμος!
— Θὰ τὸ ἰδοῦμε τώρα.
Ὁ παππᾶ Κρητικὸς ἐζήτηξε νὰ γλυστρήσῃ νὰ φύγῃ, μὰ τοῦ ἔφραξε τὸ δρόμο ὁ εἰρηνοδίκης — Στάσου, παππᾶ, νὰ μάθωμε τὴν ἀλήθεια, εἶπε.
Τοτ’ ἐπροχώρησε ὁ γέρω Μουρούπας.
— Κύριε δήμαρχε, εἶπε, δὲν καταλαβαίνω τί θέτε νὰ κάμετε; πῶς μαθές, λῃστάδες εἴμεστα, ἢ φονιάδες; Δὲν ἔχω μαθὲς δικαίωμα νὰ παντρέψω τὴ θυατέρα μου; Στὰ τίμια πράματα δὲν ἔχω κανεὶ ἀνάγκη!
Καὶ τά λεγε αὐτὰ θυμωμένος, μὲ πολλὴ ἀγανάχτησι.
— Ἴσια ἴσια γέρω Μαρούπα, ποῦ δὲν εἶνε τὰ πράματα τίμια! Εἶπεν ὁ δήμαρχος· ὁ Κεριάκος εἶν’ ἀρρεβωνιασμένος καιρὸ τώρα, μὲ τὴν κόρη τοῦ Κοντοπάνη κ’ ἐσεῖς τὸν ἐπῄρατε, τὸν ἐμεθύσετε γιὰ νά τονε παντρέψετε μὲ τὸ ζόρι!
— Ψώματα! ἐφώναξε ὁ Μαρούπας.
— Πιὸ ἥσυχα, γέρω, εἶπε τότε ὁ εἰρηνοδίκης· ἡ ἀλήθεια θὰ φανῇ εὐθὺς καὶ καθένας θὰ βρῇ τὸ δίκῃο του.
Καὶ ἐπλησίασε τὸν γαμπρό.
— Σήκω ἀπάνω, Κεριάκο! τοῦ εἶπε, ὁ γαμπρὸς ἐσηκώθη μὲ δυσκολία· ἤταν ἐλεεινὸς ἀπὸ τὸ μεθύσι· πρὶν ὅμως προφτάσῃ νὰ τὸν ῥωτήξῃ ἡ ἀρχή, τὸν ἐπλησίασεν ὁ Κοντοπάνης.
— Μπρὲ Κεριάκο, τοῦ λέει δυνατὰ καὶ θυμωμένα. Ἐσεδὰ κάνουνε οἱ τίμιοι ἀνθρῶποι; Ἀρρεβωνιαζόνται καὶ ὕστερα πέρνουνε ἄλλες;