Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/33

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 27 —

γούμενος τῆς χήρας, ἡ ὁποῖα ἐπετάχθη μὲ γέλοια ἐνῷ ἐπροσπαθοῦσε νὰ μὴν τοὺς καταλάβῃ κανείς. Ὁ Καλόγερος τὰ ἔχασε — «Μεθυσμένος εἷνε,» ἐμουρμούρισε. Κ’ ἐγύρευε εὐκαιρία νὰ τραβηχτῆ σιγὰ σιγά, χωρὶς νὰ τονε καταλάβουνε. Σὲ λιγάκι ὁ ’γούμενος ἄρχησε κουβέντα τρυφερὴ μὲ τὴν γειτόνισσά του καὶ ἀρκετὰ δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκούσῃ ὁ Ἄνθιμος· εἶχε πολὺ ζεσταθῇ φαίνεται, εἶχε πάρῃ πολὺ θάῤῥος καὶ δὲν τὸν ἔμελε. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ καλόγερος ἀγρίεψε. Εἶδε μὲ τὰ μάτια του, ἤκουσε μὲ τ’ αὐτιά του, ἐψηλάφησε, σὰν τὸ Θωμᾶ «ἔβαλε τὸν δάκτυλον εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Τίποτε ἄλλο δὲν τοῦ ἐχρειαζότανε γιὰ νὰ σχηματίσῃ γνώμη· ὁ ψευτόπαππας τοῦ ἐφανερώθηκε τώρα γυμνός, μὲ ὅλες τὴς ἀσχημίες του. Στὸ μεθύσι του μέσα, τοῦ ἔδειξε τώρα ὁλοφάνερα, χωρὶς στενοχώρια, ὅλες τῆς ψυχῆς του τὴς ἀηδέστατες κηλίδες. Κάτω ἡ προσωπίδα τώρα· ὁλοφάνερος, ὁλόγυμνος ὁ παππᾶ Συνέσιος.

Καὶ ὁ καλόγερος, ὁ ἁπλός, ὁ ἄδολος, ὁ ἀπονήρεφτος ἐθύμωσε τώρα· ἐθύμωσε στὰ γερά, ἐκοκκίνησε, ὁ ἀθῶος αὐτός, γιὰ τοῦ χαμένου ἀνθρώπου, γιὰ τοῦ ἀνίερου παππᾶ τὴ διαγωγή! Ἐτραβήχτηκε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴν συντροφιὰ καὶ μέσα στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι ἔγεινε ἄφαντος.

Τὸ πρωῒ ὁ καλόγερος δὲν ἤτανε στὸ Μοναστῆρι· ἐπῆρε τὸ φτωχικό του δέμα κ’ ἔφυγε· ἔφυγε γρήγορα, γρήγορα, νὰ μὴν τὸν ἰδοῦν, σὰν νὰ τὸν ἔδιωχταν! Δὲν ἤθελε ν’ ἀντικρύσῃ πλιὸ τὸ μασκαρένιο πρόσωπο τοῦ ὑποκριτή. Ἔλειψε κάμποσο καιρὸ κ’ ἐφανερώθηκε μόνο, ὅταν ἔδιωξαν τὸν παππᾶ Συνέσιο, γιὰ νὰ ξαναφύγῃ, σὰν ἐγύρισε πάλι ὁ ψευτόπαππας, σταλμένος ἀπὸ τὸν Δεσπότη. Τὸ παιχνίδι αὐτὸ ἔγεινε δυὸ τρεῖς φορές· ἤρχετο ὁ ἕνας, ἔφευγε ὁ ἄλλος. Ἔκαμε κάθε τρόπο ὁ ’γούμενος νὰ τὸν ξαναφέρῃ στὰ νερά του, εἶχε ὅμως νὰ κάμῃ μὲ χαραχτῆρα διαμαντένιο, ἀλύγιστο καὶ ἡ πονηριές του σὰν νερό, ἔσπαναν κ’ ἐσκορ-