Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/34

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 28 —

πιόνταν ἀνίσχυρες ἀπάνω στὸν ἀκλόνητο βράχο τῆς ἀρετῆς τοῦ καλόγερου.

Καὶ τώρα ὁ καλόγερος δὲ βρίσκεται στὸ Μοναστῆρι καὶ ὅλοι θυμοῦνται τὸν χαραχτῆρα καὶ τὰ λόγια του, χωρὶς κανένας νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νά τονε μιμηθῇ. Ὅλοι θυμοῦνται τὴν ἀρετὴ τοῦ καλόγερου, ποῦ δὲν ὑπόφερε τὴ παραμικρὴ διπροσωπία.

Τώρα ἑτοιμάζεται νέο δρᾶμα ἀπὸ τὸν παππᾶ Συνέσιο! Θέλει νὰ χαλάσῃ καμωμένο ἀρρεβῶνα καὶ νὰ παντρέψῃ τὴν κουμπάρα του. Ἐβάλθηκε μὲ τὰ ὅλα του, καὶ βοηθοί του εἶνε ὁ παππᾶ Κρητικὸς καὶ ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης, δυὸ ἄξια ὑποκείμενα.

Καὶ ὁ πατέρας ὅμως τῆς ἀρρεβωνιασμένης κοπέλλας εἶνε ἄνθρωπος μὲ χαραχτῆρα, μὲ δύναμι, μὲ θέλησι· ἔχει φίλο καὶ τὸν Δήμαρχο καὶ εἶνε ἄγνωστο τί θαγενῇ.


ΚΕΦ. Δʹ.
ΤΑ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ

Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ὠμορφοκαμωμένα βώδια, ἤταν ζεμμένα στὸ ἀλέτρι τοῦ γέρω Μήτρου. Βροχοῦλα ψιλὴ εἶχε πέσῃ τὴ νύχτα καὶ ὁ γέρος ἀποφάσισε νὰ ὀργώσῃ. Μικρόσωμος, κυρτωμένος λίγο, μὰ στιβαρὸς σὰ στομωμένο σίδερο, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ δασύτριχα, πλατειά του στήθια, ἀκουμποῦσε στὸ ἀλέτρι ἀπάνω τὸ ζερβό του τὸ χέρι γιὰ νὰ διευθύνῃ τὸ ὑννὶ καὶ μὲ τὸ δεξὶ κρατῶντας τὴ βουκέντρα, ἐκεντοῦσε τὰ ζᾶ τὰ πολυδύναμα, ὁποῦ ὑπομονετικὰ καὶ ὑπάκοα, ἐτέντωναν τὸν σκληρόσαρκο, πλατύτατο λαιμό τους κ’